Τι σημαίνει το approach στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης approach στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του approach στο Αγγλικά.

Η λέξη approach στο Αγγλικά σημαίνει πλησιάζω, προσεγγίζω, πλησιάζω, φτάνω, έρχομαι, πλησιάζω, προσεγγίζω, πλησιάζω, φτάνω, έρχομαι, προσεγγίζω, πλησιάζω, προσεγγίζω, είμαι στα όρια, προσέγγιση, ερχομός, προσέγγιση, προσέγγιση, προσέγγιση, δρόμος, βολή προσέγγισης, προσέγγιση, κίνηση, κάνω προσέγγιση, μικτή προσέγγιση, μεικτή προσέγγιση, κοινή στρατηγική, μέθοδος δοκιμής και σφάλματος, μέθοδος δοκιμής και πλάνης. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης approach

πλησιάζω, προσεγγίζω

intransitive verb (move closer)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The deer began to run as the wolves approached.
Το ελάφι άρχισε να τρέχει καθώς πλησίαζαν οι λύκοι.

πλησιάζω, φτάνω, έρχομαι

intransitive verb (figurative (time: get nearer)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
As her wedding date approached, Martha became more nervous.

πλησιάζω, προσεγγίζω

transitive verb (move closer physically)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The boxer approached his opponent carefully.
Ο μποξέρ ζύγωσε (or: πλεύρισε) τον αντίπαλό του προσεκτικά.

πλησιάζω, φτάνω, έρχομαι

transitive verb (figurative (move closer in time)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
As we approach the end of the school year, I hope you'll remember to stay focused on academics.
Καθώς πλησιάζουμε στο τέλος της σχολικής χρονιάς, ελπίζω ότι θα παραμείνετε συγκεντρωμένοι στα μαθήματά σας.

προσεγγίζω

transitive verb (figurative (tackle) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Einstein approached problems in a unique way.
Ο Αϊνστάιν προσέγγιζε τα προβλήματα με μοναδικό τρόπο.

πλησιάζω, προσεγγίζω

transitive verb (speak to)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Edwin is very nervous when he approaches girls.
Ο Έντγουιν είναι πολύ νευρικός όταν πλησιάζει (or: προσεγγίζει) τα κορίτσια.

είμαι στα όρια

transitive verb (figurative (be similar) (κάποιου πράγματος)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He spoke in a manner that was approaching sarcasm.
Μιλούσε με τρόπο που ήταν στα όρια του σαρκασμού.

προσέγγιση

noun (act of moving closer)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The islanders are all preparing for the hurricane's approach.

ερχομός

noun (figurative (act of getting nearer in time) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The approach of spring brought leaves to the trees.
Ο ερχομός της άνοιξης έκανε τα δέντρα να βγάλουν φύλλα.

προσέγγιση

noun (approximation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Can you at least work out an approach, if not the actual figure?

προσέγγιση

noun (strategy, way)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The army is planning its approach in case of invasion.

προσέγγιση

noun (speaking)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
His approach was hesitant, but then conversation became easier.

δρόμος

noun (driveway, path)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The approach to the house was lined with trees.

βολή προσέγγισης

noun (golf) (γκολφ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
There is a water hazard in the approach to the green.

προσέγγιση

noun (aircraft manoeuver)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The plane's approach to the runway was smooth and steady.

κίνηση

plural noun (sexual advances) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The princess rejected the prince's approaches.

κάνω προσέγγιση

intransitive verb (golf) (γκολφ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The golfer approached confidently.

μικτή προσέγγιση, μεικτή προσέγγιση

noun (combined strategy)

κοινή στρατηγική

noun (joint or cooperative strategy)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

μέθοδος δοκιμής και σφάλματος, μέθοδος δοκιμής και πλάνης

noun (research method: learning from mistakes)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του approach στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του approach

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.