Τι σημαίνει το losing στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης losing στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του losing στο Αγγλικά.
Η λέξη losing στο Αγγλικά σημαίνει ηττημένος, χάνω, χάνω, χάνω, στερώ, χάνω, αποτυγχάνω, ξεχνάω, ξεχνώ, χάνω, χάνω, χάνω, ξεφεύγω από, διαφεύγω από, χάνω, αφήνω, διώχνω, κτ είναι χαμένος κόπος, κτ είναι άδικος κόπος, χαμένη προσπάθεια, χαμένο παιχνίδι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης losing
ηττημένοςadjective (team, side: defeated) (αθλητικά) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) The losing side went quickly to the locker room. Οι χαμένοι πήγαν γρήγορα στα αποδυτήρια. |
χάνωtransitive verb (misplace) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He lost his keys. Έχασε τα κλειδιά του. |
χάνωtransitive verb (fail to win) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) They knew that they were going to lose the game. Ήξεραν ότι θα έχαναν τον αγώνα. |
χάνωtransitive verb (be deprived of: privilege, right) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) They lost their right to use the library because they were so loud. Έχασαν (or: Στερήθηκαν) το δικαίωμά να χρησιμοποιούν τη βιβλιοθήκη γιατί έκαναν πολλή φασαρία. |
στερώtransitive verb (cause the loss of) (κάτι από κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) His lack of punctuality lost him his job. Η έλλειψη συνέπειας τού στέρησε (or: κόστισε) τη δουλειά του. |
χάνωtransitive verb (fail to keep: money) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) We lost a thousand dollars in the stock market. Χάσαμε χίλια δολάρια στο χρηματιστήριο. |
αποτυγχάνωintransitive verb (fail) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I can't do this job. I'm going to lose again. Δεν μπορώ να κάνω αυτή τη δουλειά. Θα αποτύχω πάλι. |
ξεχνάω, ξεχνώtransitive verb (figurative, informal (forget) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) What was her name? I've lost it for the moment. Πώς τη λένε είπαμε; Το ξέχασα (or: έχασα) για μια στιγμή. |
χάνωtransitive verb (figurative, informal (not make understand) (μτφ, καθομ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) You are losing me. Can you say it again more slowly? Με έχασες. Μπορείς να το πεις άλλη μια φορά πιο αργά; |
χάνωtransitive verb (figurative, euphemism (be bereaved of: [sb]) (μτφ, ευφημισμός) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) She lost her husband to cancer two years ago. Έχασε τον σύζυγό της από καρκίνο πριν από δύο χρόνια. |
χάνωtransitive verb (waste) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) If you don't act now, you'll be losing a great opportunity. Αν δεν ενεργήσεις τώρα, θα χάσεις μια πολύ σημαντική ευκαιρία. |
ξεφεύγω από, διαφεύγω απόtransitive verb (figurative, informal (evade) The bandit lost the police when he entered the forest. Ο κακοποιός ξέφυγε (or: διέφυγε) από την αστυνομία όταν μπήκε στο δάσος. |
χάνωtransitive verb (clock: be slow by) (ανεπίσημο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) It's a lovely antique clock, but it loses about ten minutes per week. Είναι πολύ ωραίο ρολόι αντίκα, αλλά χάνει γύρω στα δέκα λεπτά κάθε εβδομάδα. |
αφήνω, διώχνωtransitive verb (slang, figurative (get rid of) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) You'd better lose that attitude. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Κόψε το υφάκι γιατί δεν θα τα πάμε καλά. |
κτ είναι χαμένος κόπος, κτ είναι άδικος κόποςverbal expression (figurative (have little chance of success) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The union is fighting a losing battle; management is going to outsource their jobs. Ο αγώνας του συνδικάτου είναι άδικος κόπος. Η διοίκηση θα αναθέσει τη δουλειά τους σε εξωτερικούς συνεργάτες. |
χαμένη προσπάθειαnoun (figurative (attempt doomed to failure) |
χαμένο παιχνίδιnoun (figurative ([sth] doomed to failure) (μεταφορικά) Fighting the government is a losing game. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του losing στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του losing
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.