Τι σημαίνει το barre στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης barre στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του barre στο Γαλλικά.
Η λέξη barre στο Γαλλικά σημαίνει πηδάλιο, δοιάκι, ράβδος, μπάρα, ράβδος, μονόζυγο, σύρτη, λαγουδέρα, μπάρα, πηδάλιο, πήχης, έδρανο, διαγραμμένος, διαγραμμένος, διαγραμμένος, αμμοεπίπεδο, αμπαρώνω, αποκλείω, φράσσω, κυβερνώ λέμβο, ηγούμαι πληρώματος, κάνω διγράμμιση, διαγράφω, σβήνω, οδηγώ, κλείνω, αποκλείω, μπλοκάρω, σταματώ, κλείνω, διαγράφω, διαγράφω, μπλοκάρω, εμποδίζω, φράσσω, σβήνω, διαγράφω, τραβάω γραμμή, διαγράφω, διαγράφω, πλάκα, κάγκελο, κιγκλίδωμα, αντίσταση, την κάνω, πλευρική μπάρα, πλευρική γραμμή, στήριγμα, υποστήριγμα, σκύλα, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, κάθετος, εικονίδιο συστήματος, στο πηδάλιο, Φύγε!, Φύγε από δω!, Σήκω και φύγε!, Κάν' την!, άι χάσου, ξεκουμπίσου, οριζόντιο δοκάρι, μπάρα, γραμμή εργαλείων, ανάποδη κάθετος, ανάστροφη κάθετος, μείγμα ξηρών καρπών, φρούτων κλπ, λασπότοπος, τραβέρσα, διαδοκίδα, κάθετος, σοκολάτα, οριζόντια μπάρα, έδρανο μάρτυρα, σοκολάτα, ανάστροφη κάθετος, ανάποδη κάθετος, διαστολή, μπάρα δημητριακών, μπάρα ενέργειας, γκρανόλα, pole dancing, κοτσαδόρος, ράβδος έλξης, ράβδος ζεύξης, μπάρα προόδου, γραμμή εργασιών, ράβδος Τ, παρίσταμαι στο δικαστήριο, είμαι καταδικασμένος, δεν έχω καμία ελπίδα, ανεβάζω τον πήχυ, κάνω pole dancing, στο τιμόνι, σπάσε!, δίνε του!, ουστ!, πάρε δρόμο!, ξεκουμπίσου!, κάν' την!, τσακίσου!, ζυγός, τελεία και παύλα, ράβδος έλξης, ράβδος ζεύξης, παίρνω το πηδάλιο, κατεβαίνω από το εδώλιο του μάρτυρα, κάθετος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης barre
πηδάλιο, δοιάκι(Maritime) (πλοίου) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le capitaine n'a jamais lâché la barre pendant toute la tempête. |
ράβδος
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Les murs en béton sont renforcés avec des barres d'acier. Οι τοίχοι από σκυρόδεμα ενισχύονται με χαλύβδινες ράβδους. |
μπάρα, ράβδος
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il s'est servi d'une barre de fer pour vandaliser plusieurs véhicules en stationnement. Χρησιμοποίησε μια μεταλλική ράβδο για να βανδαλίσει αρκετά παρκαρισμένα αυτοκίνητα. |
μονόζυγοnom féminin (Gymnastique) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le gymnaste effectuait un exercice à la barre. Ο αθλητής έκανε μια άσκηση στο μονόζυγο. |
σύρτη(Marine, technique) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le chalutier s'est échoué sur une barre. |
λαγουδέραnom féminin (du gouvernail) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Nous ne serons pas en mesure d'utiliser le bateau tant que nous n'aurons pas une nouvelle barre. |
μπάραnom féminin (Danse) (για χορό, μπαλέτο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πηδάλιοnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
πήχηςnom féminin (au saut en hauteur) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
έδρανοnom féminin (Droit) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La barre semblait être un endroit isolé et intimidant pour Gavin. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Φοβόταν να ανέβει στο έδρανο και να καταθέσει. |
διαγραμμένοςadjectif (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Le mot barré était difficile à lire. |
διαγραμμένοςadjectif (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
διαγραμμένοςadjectif (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) J'ai demandé à ce que mon nom soit rayé de la liste des destinataires. |
αμμοεπίπεδο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
αμπαρώνω(accès) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Par sécurité, Simon barre sa porte tous les soirs. Για ασφάλεια, ο Σάιμον αμπαρώνει την πόρτα του κάθε νύχτα. |
αποκλείω, φράσσωverbe transitif (empêcher l'accès) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les agents de sécurité ont barré l'entrée de la banque. |
κυβερνώ λέμβο, ηγούμαι πληρώματοςverbe transitif (aviron) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κάνω διγράμμισηverbe transitif (un chèque) (με γενική) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Son entreprise n'émettait que des chèques barrés. |
διαγράφω, σβήνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les éditeurs ont supprimé plusieurs paragraphes des éditions suivantes. Σε επόμενες εκδόσεις του βιβλίου, οι εκδότες διέγραψαν (or: έσβησαν) αρκετές παραγράφους. |
οδηγώ(une voiture, une moto) (κινούμε ή δίνω κατεύθυνση) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mick conduisait la voiture dans des chemins de campagne. Ο Μικ οδηγούσε το αμάξι στα μονοπάτια της υπαίθρου. |
κλείνω, αποκλείω, μπλοκάρω, σταματώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Η αστυνομία έκλεισε (or: απέκλεισε) τον δρόμο εξαιτίας ενός σοβαρού ατυχήματος. |
κλείνω(intentionnellement ou non) (το δρόμο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il a essayé de rentrer chez lui mais la police lui avait bloqué l'accès. Προσπάθησε να φτάσει στο σπίτι του, αλλά οι αστυνομικοί του έκλεισαν το δρόμο. |
διαγράφωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Faites une liste des choses à faire et barrer chaque tâche une fois que vous l'avez faite. |
διαγράφωverbe transitif (με γραμμή) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Avec un crayon, tu peux effacer, mais avec un stylo, tu dois rayer tes erreurs. Barrez les mauvaises réponses. Με το μολύβι μπορείς να σβήσεις, με το στυλό πρέπει να τραβήξεις μια γραμμή για να διαγράψεις στα λάθη σου. |
μπλοκάρω, εμποδίζω, φράσσωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) On a barré la route principale pour que le cortège présidentiel puisse passer en toute sécurité. |
σβήνω, διαγράφωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je ne les aime plus, barre-les (or: raye-les, or: efface-les, or: retire-les) de la liste des invités. |
τραβάω γραμμήverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
διαγράφωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il barra toutes les phrases hors sujet. |
διαγράφωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πλάκα(céréale, sucreries, chocolat) (καθομ: σοκολάτα) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) En général, je mange une barre de céréales au petit-déjeuner. Συνήθως τρώω μια μπάρα δημητριακών για πρωινό. |
κάγκελο, κιγκλίδωμαnom féminin (Droit : dans un tribunal) (αίθουσα δικαστηρίου) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Mon frère a été appelé à la barre par l'avocat de la défense. |
αντίστασηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Les barres omnibus du feu électrique brillaient d'une couleur orange vif. |
την κάνωinterjection (fam) (καθομιλουμένη, μτφ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πλευρική μπάρα, πλευρική γραμμή
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
στήριγμα, υποστήριγμα(Bâtiment, technique) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Τα αγόρια έχουν στήσει ήδη τα στηρίγματα για το πλαίσιο του νέου αχυρώνα. |
σκύλα(αργκό) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>
Ben a acheté un ensemble de trépans pour son marteau perforateur. |
κάθετος(Informatique, anglicisme) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'URL du dictionnaire français de WordReference est www point wordreference point com, slash enfr. |
εικονίδιο συστήματοςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
στο πηδάλιοlocution adverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Φύγε!, Φύγε από δω!, Σήκω και φύγε!
(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
Κάν' την!(un peu familier) (αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Du vent (or: Du balai) ! Va embêter quelqu'un d'autre ! |
άι χάσου, ξεκουμπίσου(familier) (αργκό) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) « Allez-vous-en » est beaucoup plus poli que « dégage ». |
οριζόντιο δοκάριnom féminin (but de football) |
μπάρα(γυμναστική με βάρη) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
γραμμή εργαλείωνnom féminin (Informatique) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ανάποδη κάθετος, ανάστροφη κάθετος(πληκτρολόγιο) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
μείγμα ξηρών καρπών, φρούτων κλπnom féminin (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
λασπότοπος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
τραβέρσα, διαδοκίδαnom féminin (κατασκευές) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κάθετος(ponctuation) (τυπογραφία: κάθετη μπάρα) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
σοκολάτα(portion individuelle) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
οριζόντια μπάρα(sur un graphique) |
έδρανο μάρτυραnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
σοκολάταnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Une barre chocolatée n'est pas vraiment un goûter sain. On peut généralement avoir des barres chocolatées au distributeur. Η σοκολάτα δεν είναι υγιεινό σνακ. Συνήθως, μπορείς να αγοράσεις σοκολάτες από κάποιον αυτόματο πωλητή. |
ανάστροφη κάθετος, ανάποδη κάθετοςnom féminin (τυπογραφικός χαρακτήρας) |
διαστολήnom féminin (μουσική) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μπάρα δημητριακώνnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
μπάρα ενέργειαςnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
γκρανόλαnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Les sportifs peuvent manger des barres de céréales pendant l'effort. |
pole dancing(anglicisme) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
κοτσαδόροςnom féminin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ράβδος έλξης, ράβδος ζεύξηςnom féminin (τρακτέρ) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
μπάρα προόδουnom féminin (Informatique) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
γραμμή εργασιώνnom féminin (Informatique) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ράβδος Τ
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
παρίσταμαι στο δικαστήριοverbe intransitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le procureur dans l'affaire Smith comparaîtra à la barre pour des accusations d'éthique. |
είμαι καταδικασμένος, δεν έχω καμία ελπίδα(familier) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ανεβάζω τον πήχυ(figuré) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κάνω pole dancing
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
στο τιμόνιlocution adverbiale (figuré) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σπάσε!, δίνε του!, ουστ!, πάρε δρόμο!, ξεκουμπίσου!(familier) (μτφ, αργκό, προσβλητικό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κάν' την!, τσακίσου!interjection (αργκό) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) J'ai assez entendu tes opinions pour aujourd'hui. Casse-toi ! |
ζυγόςnom féminin (gymnastique) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
τελεία και παύλα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) On ne le fait pas, un point c'est tout ! Δεν θα το κάνουμε. Τελεία και παύλα! |
ράβδος έλξης, ράβδος ζεύξηςnom féminin (train) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
παίρνω το πηδάλιοlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Prenez la barre, quartier-maître, je vais voir ce qui se passe. |
κατεβαίνω από το εδώλιο του μάρτυραlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Une fois mon témoignage terminé, le juge m'a dit que je pouvais quitter la barre. Μόλις τελείωσα με την κατάθεσή μου ο δικαστής μου είπε ότι μπορούσα να κατέβω από το εδώλιο του μάρτυρα. |
κάθετοςnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Tape une barre oblique au lieu d'une barre oblique inversée. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του barre στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του barre
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.