Τι σημαίνει το bater στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης bater στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του bater στο πορτογαλικά.

Η λέξη bater στο πορτογαλικά σημαίνει χτυπάω, χτυπάω, χτυπάω, χτυπώ, χτυπάω, χτυπάω, χτυπώ, είμαι καλύτερος από κτ, χτυπάω, χτυπάω, χτυπάω, χτυπώ, ξεπερνώ, περνώ, παίζω, σφυρηλατώ, αποτελώ πλήγμα, είμαι πλήγμα, ξεπερνώ, περνώ, χτυπάω, κάνω, πιάνω, χτυπάω, παθαίνω ατύχημα, χτυπάω, χτυπώ, χτυπάω, χτυπώ, κάνω δυνατό ήχο, βγάζω δυνατό ήχο, κλείνω απότομα, φτιάχνω, βροντάω, χτυπάω, χτυπώ, κοπανάω, βαράω, βαρώ, χτυπάω, γκρεμίζω, δέρνω, χτυπάω, χτυπώ, χτυπάω, κουνάω, κουνώ, χτυπάω, χτυπώ, χτυπάω, χτυπώ, κοπανάω, βαράω, βαρώ, χτυπάω, κλείνω, κερδίζω, νικώ, χτυπάω σε ρυθμό, πέφτω σε κτ/κπ, πέφτω πάνω σε κτ/κπ, τρακάρω, χτυπάω, χτυπώ, κατακρίνω, κακολογώ, σφαλιαρίζω, χτυπάω, χτυπώ, κερδίζω, είμαι batter, είμαι ροπαλοφόρος, ταιριάζω, συνάδω, χτυπάω, χτυπώ, χτυπάω, χτυπώ, κτυπάω, κτυπώ, χτυπάω, χτυπώ, κουνάω, κουνώ, χτυπάω, χτυπώ, τρακάρω, κατεβάζω, ρίχνω, είμαι σε συμφωνία, χτυπάω, χτυπώ, σκουντάω, σκουντώ, χτυπάω, χτυπώ, πετάω κπ σε κτ, πετάω κπ πάνω σε κτ, ρίχνω κπ σε κτ, ρίχνω κπ πάνω σε κτ, χτυπάω, χτυπώ, είμαι σε συμφωνία, χτυπάω, χτυπώ, κρατάω το ρυθμό, βαράω, βαρώ, κοπανάω, κοπανώ, χαϊδεύω, τίναγμα, πέταγμα, σουτάρω, χτυπάω, χτυπώ, χτυπάω, κάνω κρότο, πέφτω πάνω σε κτ/κπ, χτυπάω πάνω σε κτ/κπ, χτυπάω, χτυπάω μέχρι να ασπρίσει, σουτάρω, καρφώνω, τις βρέχω σε κπ, πατάω, χτυπάω, χτυπώ, χτυπάω, χτυπάω κπ με κτ, χτυπάω κτ με κτ, δίνω, ρίχνω φούσκο σε κπ, ρίχνω μπουκέτο σε κπ, ρίχνω, δίνω, χτυπάω, κοπανάω, χτυπάω, χτυπώ, κοπανάω, χτυπάω, βαράω, κοπανάω, μαλώνω, χτυπάω, χτυπώ, δέρνω, χτυπάω, βαράω, κοπανάω, δέρνω, χτυπάω, κοπανάω, σκοράρω, δέρνω, χτυπάω, πλήττω, πατάσσω, χαστουκίζω, προσκρούω, σπρώχνω, κλέβω, διαμαρτύρομαι, πατάω πόδι, χειροκροτάω, χειροκροτώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης bater

χτυπάω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele bateu na mesa com o punho para afirmar a sua convicção.
Χτύπησε το γραφείο με τη γροθιά του για να προσπαθήσει να περάσει το μήνυμά του.

χτυπάω

verbo transitivo (ovos)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Antes de fazer ovos mexidos, você tem que batê-los.
Προτού φτιάξεις ομελέτα, πρέπει να χτυπήσεις τα αυγά.

χτυπάω, χτυπώ

(uma parte do corpo) (μέρος σώματος)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele era tão alto que tinha que se esforçar para não bater a cabeça ao passar pela porta.
Ήταν τόσο ψηλός που έπρεπε να κάνει προσπάθεια για να μη χτυπήσει το κεφάλι του, όταν περνούσε από πόρτες.

χτυπάω

verbo transitivo (asas)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Um beija-flor bate as asas muitas vezes por segundo.
Τα κολιμπρί χτυπούν τα φτερά τους πολλές φορές το δευτερόλεπτο.

χτυπάω, χτυπώ

verbo transitivo (κάτι σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A criança caiu e bateu com a cabeça no piso de madeira.
Το παιδί έπεσε και χτύπησε το κεφάλι του στο ξύλινο πάτωμα.

είμαι καλύτερος από κτ

(figurado)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Nada bate um bolo de chocolate fresco saído do forno.

χτυπάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O médico escutou para ver se o coração do homem estava batendo.

χτυπάω

(asas)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
As asas da águia não batiam enquanto ela planava pelo ar.

χτυπάω, χτυπώ

(dar pancadas em objeto ou pessoa)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Apesar de seus pedidos, ela continuou batendo nele.
Παρά τις παρακλήσεις του, αυτή συνέχισε να βαράει.

ξεπερνώ, περνώ

verbo transitivo (chegar antes)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Aposto que bateremos você! Dirigimos muito mais rápido.

παίζω

(bateria) (μουσική)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O baterista bateu o ritmo no bumbo.

σφυρηλατώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O artesão bateu a peça de metal até ela ficar bem fina.

αποτελώ πλήγμα, είμαι πλήγμα

verbo transitivo (figurado, fazer sofrer)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A notícia da morte do pai bateu forte nela.

ξεπερνώ, περνώ

(μέχρι/ως κάποιο μέρος)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Thompson bateu outros corredores na linha de chegada.

χτυπάω

(ir de encontro) (κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Richard estava dirigindo para o trabalho quando colidiu com um pedestre. // O motorista distraído ultrapassou a faixa e bateu em um veículo que se aproximava.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Προσέκρουσε σε ένα δέντρο με το αυτοκίνητό του.

κάνω, πιάνω, χτυπάω

verbo transitivo (valor mais alto ou baixo...) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A bolsa bateu um recorde hoje com as notícias de ganho.
Η μετοχή έκανε νέο υψηλό ρεκόρ σήμερα στα χρηματιστηριακά νέα.

παθαίνω ατύχημα

(αυτοκίνητο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Se você dirigir muito rápido vai bater.
Αν οδηγείς πολύ γρήγορα, θα τρακάρεις.

χτυπάω, χτυπώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Larry bateu à porta.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Να χτυπήσεις συνθηματικά τρεις φορές για να ξέρω ότι είσαι εσύ.

χτυπάω, χτυπώ

verbo transitivo (porta)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lucy bateu na porta e esperou por uma resposta.
Η Λούσι χτύπησε την πόρτα και περίμενε να της απαντήσουν.

κάνω δυνατό ήχο, βγάζω δυνατό ήχο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κλείνω απότομα

verbo transitivo (fechar rapidamente)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φτιάχνω

verbo transitivo (nata, manteiga, etc.) (βούτυρο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
As donas de casa costumavam gastar muito tempo batendo manteiga.
Οι νοικοκυρές παλιά ξόδευαν πολύ χρόνο για να φτιάξουν βούτυρο.

βροντάω

verbo transitivo (fechar com violência)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A adolescente bateu a porta ao deixar a sala após outra briga com seus pais.
Η έφηβη βρόντηξε την πόρτα καθώς έφευγε από το δωμάτιο μετά από έναν ακόμη καυγά με τους γονείς της.

χτυπάω, χτυπώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Se ele vier para cima de você, bata nele.
Αν έρθει προς το μέρος σου, χτύπα τον.

κοπανάω, βαράω, βαρώ

(καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χτυπάω

verbo transitivo (ovos)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Levei um tempão para bater os ovos para fazer merengue.
Μου πήρε αρκετή ώρα να χτυπήσω τα ασπράδια σε μαρέγκα.

γκρεμίζω

verbo transitivo (με απανωτά χτυπήματα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

δέρνω, χτυπάω, χτυπώ

verbo transitivo (κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χτυπάω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κουνάω, κουνώ

verbo transitivo (asas: mover)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O morcego batia suas asas.
Η νυχτερίδα κουνούσε τα φτερά της.

χτυπάω, χτυπώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A placa bateu na cabeça de Dan.
Η περιστρεφόμενη πινακίδα χτύπησε τον Νταν στο κεφάλι.

χτυπάω, χτυπώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Adam bateu a mistura para bolo.
Ο Άνταμ χτύπησε το μείγμα του κέικ.

κοπανάω, βαράω, βαρώ

(καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χτυπάω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κλείνω

verbo transitivo (fechar com um clique)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κερδίζω, νικώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χτυπάω σε ρυθμό

(bater: ritmo)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πέφτω σε κτ/κπ, πέφτω πάνω σε κτ/κπ

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
O carro de corrida saiu da pista e bateu no muro em alta velocidade.
Το αγωνιστικό αυτοκίνητο βγήκε από την πίστα και έπεσε με υψηλή ταχύτητα πάνω στον τοίχο.

τρακάρω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Roger bateu a bicicleta e teve que sair da corrida.
Ο Ρότζερ τράκαρε τη μοτοσυκλέτα του και έπρεπε να αποσυρθεί απ' τον αγώνα.

χτυπάω, χτυπώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A sala de audiência barulhenta ficou quieta quando o juiz bateu o martelo.
Η θορυβώδης αίθουσα του δικαστηρίου ησύχασε όταν ο δικαστής χτύπησε το σφυρί.

κατακρίνω, κακολογώ

(figurado)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Seth disse a Sean: "Não bata em programas de perguntas. É possível aprender muito com eles".
Ο Σεθ είπε στον Σον, «Μην κατακρίνεις τα τηλεπαιχνίδια. Μπορείς να μάθεις πολλά από αυτά».

σφαλιαρίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χτυπάω, χτυπώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Rhonda bateu no bumbum de seu filho quando ele disse um palavrão.

κερδίζω

verbo transitivo (figurado, derrotar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

είμαι batter, είμαι ροπαλοφόρος

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Mary é a próxima a bater.
Η Μαίρη παίζει στη θέση του batter στη συνέχεια.

ταιριάζω, συνάδω

(figurado, informal)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Os dois relatos diferentes do mesmo evento não batem.
Οι δύο διαφορετικές περιγραφές του ίδιου γεγονότος δεν συνάδουν.

χτυπάω, χτυπώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O relógio bateu às três.
Το ρολόι χτύπησε τρεις.

χτυπάω, χτυπώ, κτυπάω, κτυπώ

substantivo feminino (antes de entrar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jessica bateu na porta antes de entrar.
Η Τζέσικα χτύπησε την πόρτα πριν μπει μέσα.

χτυπάω, χτυπώ

verbo transitivo (à mão ou na batedeira)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elizabeth bateu um pouco de creme para acompanhar a sobremesa.
Η Ελισάβετ χτύπησε λίγη σαντιγί για να συνοδεύσει το επιδόρπιο.

κουνάω, κουνώ

verbo transitivo (asas)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O pássaro bateu asas em uma tentativa de voar.
Το πουλί κούνησε τα φτερά του σε μια προσπάθεια να πετάξει μακριά.

χτυπάω, χτυπώ

(κάτι/κάποιον με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mary bateu em Ken com um jornal.

τρακάρω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele bateu o carro numa árvore.
Έπεσε με το αυτοκίνητό του σε ένα δέντρο.

κατεβάζω, ρίχνω

(figurado, preço) (μεταφορικά: την τιμή)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Batemos o preço em R$ 45,00.
Ρίξαμε την τιμή στα 45 δολάρια.

είμαι σε συμφωνία

(figurado, cálculo)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
O detetive rapidamente percebeu que as contas dadas pelas testemunhas não batiam.
Ο ντετέκτιβ γρήγορα κατάλαβε ότι οι καταθέσεις που έδωσαν οι δύο μάρτυρες δεν ταίριαζαν.

χτυπάω, χτυπώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O carro bateu no guarda-corpo.
Tο αυτοκίνητο προσέκρουσε στο προστατευτικό κηγκλίδωμα.

σκουντάω, σκουντώ, χτυπάω, χτυπώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Harry foi até Catherine e bateu no ombro dela.
Ο Χάρι πλησίασε την Κάθριν και την άγγιξε στον ώμο.

πετάω κπ σε κτ, πετάω κπ πάνω σε κτ, ρίχνω κπ σε κτ, ρίχνω κπ πάνω σε κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ela o bateu na porta tirando seu fôlego.
Τον πέταξε πάνω στην πόρτα και του έκοψε την ανάσα.

χτυπάω, χτυπώ

(dentes)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Os dentes de Marth batiam de frio.
Τα δόντια της Μάρθας χτυπούσαν στο κρύο.

είμαι σε συμφωνία

(figurado) (με κάτι)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Isso bate com o que eu tenho na minha conta.
Αυτό συνάδει με ότι έχω στον λογαριασμό μου.

χτυπάω, χτυπώ

(soar indicando as horas)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O relógio bateu 10 horas.
Το ρολόι σήμανε δέκα.

κρατάω το ρυθμό

verbo transitivo (με πόδι, χέρι κλπ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
A música começou e logo todos estavam batendo os pés.
Η μουσική άρχισε και σύντομα όλοι χτυπούσαν ρυθμικά τα πόδια τους.

βαράω, βαρώ, κοπανάω, κοπανώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lydia bateu na porta, exigindo que a deixassem entrar. As ondas batiam nas pedras.
Η Λυδία χτυπούσε την πόρτα, απαιτώντας να μπει μέσα.

χαϊδεύω

verbo transitivo (figurado) (μεταφορικά: την ακτή)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
As ondas batiam na costa.
Τα κύματα χάιδευαν την ακτή.

τίναγμα, πέταγμα

verbo transitivo

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σουτάρω

(ποδόσφαιρο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ele não bate bem com nenhum dos pés.
Μπορεί να σουτάρει με ακρίβεια και με τα δύο πόδια.

χτυπάω, χτυπώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Tom levou o carro à oficina porque o motor estava batendo.

χτυπάω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A porta de entrada quebrada bateu com o vento.

κάνω κρότο

(figurado, fazer barulho)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πέφτω πάνω σε κτ/κπ, χτυπάω πάνω σε κτ/κπ

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ian perdeu o apoio no cascalho solto e bateu contra a parede.

χτυπάω

verbo transitivo (με δύναμη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eles bateram a cabeça juntos.
Κοπάνησε ο ένας το κεφάλι του άλλου.

χτυπάω μέχρι να ασπρίσει

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σουτάρω

(για γκολ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele bateu três pênaltis no jogo.
Σούταρε τρία πέναλτι κατά τη διάρκεια του αγώνα.

καρφώνω

verbo transitivo (esporte: jogar, chutar) (μεταφορικά, καθομ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O rebatedor bateu forte na bola.

τις βρέχω σε κπ

(informal: bater, espancar) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πατάω

verbo transitivo (teclas, digitação)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A secretária estava batendo nas teclas.

χτυπάω, χτυπώ

(dedos)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Helen bateu na mesa para conseguir a atenção de todos.

χτυπάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χτυπάω κπ με κτ

χτυπάω κτ με κτ

δίνω

(informal) (κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O assistente bateu o texto com o ator.

ρίχνω φούσκο σε κπ, ρίχνω μπουκέτο σε κπ

verbo transitivo (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ρίχνω, δίνω

(καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Η Έμμα έριξε μία στον Τζόρτζ ακριβώς στο στόμα.

χτυπάω, κοπανάω

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

χτυπάω, χτυπώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O valentão da escola bateu em Greg durante o recreio.

κοπανάω, χτυπάω, βαράω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κοπανάω

verbo transitivo (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μαλώνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χτυπάω, χτυπώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A criança acidentalmente bateu na babá com um brinquedo.
Το μωρό κατά λάθος χτύπησε τη νταντά της με ένα παιχνίδι.

δέρνω

verbo transitivo (dar palmadas como castigo)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ellen bateu no seu filho quando descobriu que ele tinha feito bullying com uma criança mais nova na escola.
Η Έλεν έδειρε τον γιο της όταν ανακάλυψε πως εκφόβιζε μικρότερα παιδιά στο σχολείο.

χτυπάω, βαράω, κοπανάω, δέρνω

verbo transitivo (κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Me batiam escola.

χτυπάω, κοπανάω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σκοράρω

verbo transitivo (beisebol: marcar ponto com golpe certeiro)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O batedor acertou dois pontos.

δέρνω, χτυπάω

verbo transitivo (κάποιον άλλο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Έφαγε ξύλο από μια συμμορία νεαρών.

πλήττω, πατάσσω

verbo transitivo (αρχαϊκός τύπος)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χαστουκίζω

verbo transitivo (με την παλάμη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

προσκρούω

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ο πιωμένος οδηγός στούκαρε σε τοίχο.

σπρώχνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tina forçou Bernard para fora de seu caminho. O jogador de rugby bateu em seu adversário.
Η Τίνα έσπρωξε τον Μπέρναρντ από τον δρόμο της.

κλέβω

(BRA)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διαμαρτύρομαι, πατάω πόδι

(protestar contra algo) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χειροκροτάω, χειροκροτώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O público aplaudiu estrondosamente enquanto a banda entrava no palco.
Το κοινό χειροκρότησε δυνατά όταν ανέβηκε στη σκηνή η μπάντα.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του bater στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Σχετικές λέξεις του bater

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.