Τι σημαίνει το bebe στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης bebe στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του bebe στο ισπανικά.
Η λέξη bebe στο ισπανικά σημαίνει πίνω, πίνω, πίνω, πίνω, το να πίνω, τα πίνω, ενδίδω, υποκύπτω, πίνω, μωρό, βρέφος, μωρό, μωράκι, μωράκι, μωρό, μωρό, μωρό, μωρό, παιδί, μωρό, μωρό, βρέφος, νήπιο, πίνω, ρουφάω, ρουφώ, πίνω εις υγείαν, ηλικιακό όριο για την κατανάλωση οινοπνεύματος, πίνω σαν νεροφίδα, πίνω, πίνω κάτι παραπάνω, είμαι μεθυσμένος, είμαι πιωμένος, μπεκρουλιάζω, τελειώνω, πίνω, κατεβάζω, κατεβάζω, πίνω με τη γλώσσα, λάφτω, πίνω γρήγορα, δαγκώνω τη λαμαρίνα, είμαι μεθυσμένος, είμαι πιωμένος, σιγοπίνω, καταπίνω, κατεβάζω, πνίγω τον πόνο μου στο ποτό, με ποτό, γίνομαι φέσι, πίνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης bebe
πίνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Bebe agua si tienes sed. Πιες λίγο νερό αν διψάς. |
πίνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Necesitas comer y beber si quieres estar vivo y sano. Πρέπει να τρως και να πίνεις αν θες να παραμείνεις υγιής. |
πίνω(αλκοόλ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Necesitamos jugo de naranja para los que no beben. Χρειαζόμαστε χυμό πορτοκάλι για αυτούς που δεν πίνουν. |
πίνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Si bebes mucho alcohol te pondrás borracho. |
το να πίνω(alcohol) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τα πίνω(alcohol) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) ¡Tengo cerveza! ¡Bebamos! Έχω μπύρες! Ας τα πιούμε! |
ενδίδω, υποκύπτω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El médico le dijo a Harry que dejase de beber, pero él sigue bebiendo igualmente. |
πίνω(alcohol) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Veronica bebió demasiado y no puede manejar a casa. |
μωρό, βρέφος
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) El bebé nació el martes. Το μωρό (or: βρέφος) γεννήθηκε την Τρίτη. |
μωρό, μωράκιnombre masculino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
μωράκι, μωρόnombre masculino (μεταφορικά, καθομ) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
μωρό(μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Con tres hermanos mayores que él, era el bebé de la familia. Με τρεις μεγαλύτερους αδελφούς, αυτός ήταν ο Βενιαμίν της οικογένειας. |
μωρό(σε παρομοίωση) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) ¡Deja de llorar! ¡No seas bebé! Σταμάτα να κλαις! Μην κάνεις σα μωρό! |
μωρό(coloquial) (μεταφορικά, αργκό) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Construí este coche yo solo, ¡es mi bebé! |
παιδί, μωρόnombre común en cuanto al género (μικρή ηλικία) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) El bebé nació hace algunos meses. |
μωρό(κυριολεκτικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La madre acunó al bebé en sus brazos. |
βρέφος(νεογέννητο) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) El niño estaba tumbado en la cuna. Το βρέφος ήταν ξαπλωμένο στην κούνια του. |
νήπιο(de uno a dos años) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) El niño estaba jugando en el jardín. Το νήπιο έπαιζε στον κήπο. |
πίνω(στην υγειά κάποιου) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) ¡Brindemos por la novia y el novio! Ας πιούμε στην υγειά του γαμπρού και της νύφης! |
ρουφάω, ρουφώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
πίνω εις υγείαν
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ηλικιακό όριο για την κατανάλωση οινοπνεύματος
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) No me mires así, tengo edad suficiente para beber. |
πίνω σαν νεροφίδαlocución verbal (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Puede no ser un alcohólico pero definitivamente bebe como un cosaco. Μπορεί να μην είναι αλκοολικός όμως πίνει σαν νεροφίδα. |
πίνωlocución verbal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Tiene la lengua suelta esta noche, me pregunto si habrá bebido algo. |
πίνω κάτι παραπάνωlocución verbal (αλκοόλ) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El barman se quedó con las llaves de su coche porque ella había bebido unas cuantas copas de más. |
είμαι μεθυσμένος, είμαι πιωμένοςlocución verbal |
μπεκρουλιάζω(πίνω υπερβολικά, καθομιλουμένη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Arthur empezó a beber mucho cuando perdió su trabajo. |
τελειώνω, πίνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) ¡Apura el trago, que nos tenemos que ir! |
κατεβάζω(καθομιλουμένη, μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κατεβάζω(bebida) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tenía tanta sed que abrí el refri y me bebí la leche de un trago directo del recipiente. |
πίνω με τη γλώσσα, λάφτω(κυριολεκτικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) El perro bebió a lengüetadas el agua de su tazón. |
πίνω γρήγοραlocución verbal Ya sé que la medicina sabe feo, pero bébetela de un trago y te daré unas golosinas. |
δαγκώνω τη λαμαρίναexpresión (coloquial) (αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Por la cara que tiene cada vez que ella está cerca yo diría que Steve bebe los vientos por Linda. |
είμαι μεθυσμένος, είμαι πιωμένος
|
σιγοπίνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Jasper se bebió su colacao a sorbos. Ο Τζάσπερ σιγόπινε το κακάο του. |
καταπίνω(λαίμαργα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κατεβάζω(ανεπίσημο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πνίγω τον πόνο μου στο ποτό
|
με ποτόlocución adjetiva (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
γίνομαι φέσι(coloquial) (αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πίνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El gato de Tom bebió a lengüetazos agua del plato. Η γάτα του Τομ ήπιε το νερό στο μπολ. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του bebe στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του bebe
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.