Τι σημαίνει το bit στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης bit στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του bit στο Αγγλικά.

Η λέξη bit στο Αγγλικά σημαίνει λίγος, κομματάκι, απόσπασμα, στομίδα, τρυπάνι, bit, μπιτ, δαγκώνω, δαγκώνω, δαγκωνιά, δαγκωματιά, δάγκωμα, τσίμπημα, τσιμπάω, πικάντικη γεύση, περόνιασμα, κομμάτι, τμήμα, μέρος, τσούζω, τσούζω, τρώω, λίγο, λιγουλάκι, ελαφρώς, μπλεγμένος, μπερδεμένος, σε άσχημη κατάσταση, χαμός, ψιλοχαμός, λίγο πηχτός, λίγο παχύρρευστος, λίγο αργός, λίγο παχύς, κάπως παχύς, λεπτούλης, περιορισμένος, λιγοστός, υπερβολικά, λίγο, λιγάκι, ελαφρώς, κάπως, σιγά σιγά, μικρός ρόλος, ηθοποιός δεύτερων ρόλων, ασήμαντος, bitmap, μασάω το χαλινάρι, αδημονώ, ανυπομονώ, ανυπομονώ να κάνω κτ, κάνω το χρέος μου, κάνω το καθήκον μου, κεφαλή τρυπανιού, εξίσου, για λίγο, σε λιγάκι, σε λιγάκι, σε λίγο, ελάχιστα, λιγάκι, λιγάκι, το κάτι παραπάνω, αυτό το κάτι παραπάνω, καθόλου, κβαντικό μπιτ, qubit, για αρκετή ώρα, αρκετά, παράλογος, υπερβολή, λίγο, ελάχιστα, λίγος, ελάχιστος, ασήμαντος, λιγάκι, λιγουλάκι, κάπως, λίγο, λιγάκι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης bit

λίγος

noun (small amount) (από κάτι)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I added a bit of cinnamon to the recipe.
Πρόσθεσα λίγη κανέλα στη συνταγή.

κομματάκι

noun (piece)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
There are bits of crackers at the bottom of the bag.
Υπάρχουν κομματάκια κράκερ στον πάτο της σακούλας.

απόσπασμα

noun (part, section: of text, show, etc.)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The comedy bit about the elevator was really funny.
Το μέρος (or: κομμάτι) της κωμωδίας για το ασανσέρ ήταν πολύ αστείο.

στομίδα

noun (horse: bridle mouthpiece)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The rider saddled up the horse and put the bit in its mouth.
Ο αναβάτης σέλωσε το άλογο κι έβαλε στο στόμα του τη στομίδα.

τρυπάνι

noun (machinery: drilling tool)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
You need to use a five-millimetre bit to drill this hole.
Πρέπει να χρησιμοποιήσεις ένα τρυπάνι πέντε χιλιοστών για να ανοίξεις αυτή την τρύπα.

bit, μπιτ

noun (computing: binary digit)

There are eight bits in a byte.
Στα περισσότερα υπολογιστικά συστήματα υπάρχουν οκτώ μπιτ σε ένα μπάιτ.

δαγκώνω

transitive verb (clamp teeth onto)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The snapping turtle bit the dog's tail and wouldn't let go.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Κοίτα! Ο σκύλος έχει δαγκώσει το παλτό σου και το τραβάει.

δαγκώνω

transitive verb (cut with teeth)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
You have to bite the apple hard to get through the peel.
Πρέπει να δαγκώσεις (or: δαγκάσεις) γερά για να κόψεις τη φλούδα αυτού του μήλου.

δαγκωνιά

noun (mouthful)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Take a bite. You might like the taste of it.
Πάρε μια δαγκωνιά (or: δαγκανιά). Μπορεί να σου αρέσει.

δαγκωματιά

noun (wound made by biting)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
You could see the mark the dog's bite made on his leg.
Μπορούσες να δεις το σημάδι που άφησε στο πόδι του η δαγκωματιά του σκύλου.

δάγκωμα

noun (act of biting)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Watch the TV! The shark's bite breaks the surfboard.

τσίμπημα

noun (sting)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The mosquito bite really stung.

τσιμπάω

noun (angling: fish on the hook) (ψάρεμα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I was out there all day and didn't get a bite from a single fish.
Ήμουν όλη μέρα εκεί και δεν τσίμπησε ούτε ένα ψάρι.

πικάντικη γεύση

noun (informal, figurative (spicy taste)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Are there peppers in this stew? It really has a strong bite.

περόνιασμα

noun (figurative (stinging effect) (άνεμος)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
You can really feel the bite of the wind in winter.
Τον χειμώνα, μπορείς, πραγματικά, να νιώσεις τον άνεμο να σε περονιάζει.

κομμάτι, τμήμα, μέρος

noun (slang, figurative (something taken)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Taxes took a big bite out of his salary.

τσούζω

intransitive verb (informal (sting)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Antiseptic on an open cut really bites.

τσούζω

intransitive verb (mainly US, slang (be really bad) (μεταφορικά, αργκό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
You have to repeat a grade? That bites!

τρώω

(acid: corrode) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The acid bites into the metal, etching a pattern.

λίγο, λιγουλάκι

adverb (UK, informal (a little)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Run around a bit and you'll soon warm up.
Τρέχα λίγο και σύντομα θα ζεσταθείς.

ελαφρώς

adverb (UK, informal (slightly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
It's a bit cold in here!
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Είμαι ελαφρώς ξενυχτισμένη και αυτό επηρεάζει την απόδοσή μου στη δουλειά.

μπλεγμένος, μπερδεμένος

noun (UK, informal (chaotic)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
His love life's a bit of a mess.

σε άσχημη κατάσταση

noun (informal (difficult situation)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
To say that the economy is in a bit of a mess is putting it mildly.

χαμός, ψιλοχαμός

noun (informal (place: untidy) (καθομιλουμένη, προφορικό: γίνεται)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
My house is a bit of a mess, but please come in.
Το σπίτι μου είναι άνω-κάτω, αλλά πέρασε μέσα.

λίγο πηχτός, λίγο παχύρρευστος

adjective (substance: not runny)

The gravy seems a bit thick; I can stand a spoon in it!

λίγο αργός

adjective (UK, figurative, pejorative, slang (person: not intelligent) (μτφ, καθομ, προσβλ)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He's a bit thick, but really nice all the same.

λίγο παχύς, κάπως παχύς

adjective (informal (person, physique: not thin)

He's a bit thick through the waist.

λεπτούλης

adjective (substance: too runny)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The gravy seems a bit thin, so I think I'll add some more flour to thicken it up.

περιορισμένος, λιγοστός

adjective (informal, figurative (resources: limited) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
My budget is a bit thin, so I won't be going to Africa this year.
Ο προϋπολογισμός είναι κάπως περιορισμένος, έτσι δεν θα πάω στην Αφρική φέτος.

υπερβολικά

adverb (informal (overly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
His hair was a bit too long for me. She seemed a bit too calm. Something must be wrong.
Τα μαλλιά του ήταν υπερβολικά μακριά για μένα. Έμοιαζε υπερβολικά ήρεμη. Μάλλον κάτι δεν πάει καλά.

λίγο, λιγάκι

noun (informal (small amount)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
There wasn't enough salt in the soup so I added a little bit. Could I please have a little bit of cheese?
Η σούπα δεν είχε αρκετό αλάτι, οπότε πρόσθεσα λιγάκι. Μπορώ να έχω λίγο τυρί παρακαλώ;

ελαφρώς, κάπως

adverb (informal (slightly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I'm just a little bit dizzy. It was a little bit cheeky of me to ask … but I asked anyway.
Είμαι ελαφρώς ζαλισμένος. Ήταν κάπως αγενές εκ μέρους μου να ρωτήσω... αλλά ρώτησα, όπως και να' χει.

σιγά σιγά

adverb (informal (gradually)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

μικρός ρόλος

noun (acting: small role)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I got a bit part in the play. I only have two lines.

ηθοποιός δεύτερων ρόλων

noun (actor: in small roles)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Early in his career, the actor was a bit player in various minor films.

ασήμαντος

noun (figurative (person: insignificant)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Joe is merely a bit player in the organization; he doesn't really have much power.

bitmap

noun (digital image format)

μασάω το χαλινάρι

verbal expression (horse: chew restraint) (κυριολεκτικά,άλογα)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The horse was impatient for the race to start and visibly champing at the bit.

αδημονώ, ανυπομονώ

verbal expression (figurative (person: be impatient)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ανυπομονώ να κάνω κτ

verbal expression (figurative (person: be impatient)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I'm champing at the bit to go on my vacation.

κάνω το χρέος μου, κάνω το καθήκον μου

verbal expression (informal (contribute)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
During the war, everyone felt that they had to do their bit for the country.

κεφαλή τρυπανιού

noun (tool: bores holes)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
If your drill bit is not sharp, it will take longer to make the hole.

εξίσου

adjective (informal (equally, just as)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

για λίγο

adverb (informal (for a short while)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

σε λιγάκι

adverb (UK, informal (a short while from now) (ΗΒ, καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I'm eating dinner now but I'll call you back in a bit.

σε λιγάκι, σε λίγο

adverb (informal (soon)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Please set the table because dinner will be ready in a little bit.

ελάχιστα, λιγάκι

adverb (informal (slightly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
He has seemed to move just a bit to the left.

λιγάκι

noun (informal (a small amount)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Please, just give me a bit of sugar.

το κάτι παραπάνω, αυτό το κάτι παραπάνω

noun (informal (additional effort)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He always puts in that little extra in order to make his projects a success.

καθόλου

adverb (informal (not at all)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Am I bothered about missing the show? Not a bit. I'm not a bit worried about this exam because I've revised really hard for it.

κβαντικό μπιτ

noun (quantum unit)

qubit

noun (quantum bit)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

για αρκετή ώρα

adverb (a considerable length of time)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I've been jogging quite a bit recently.

αρκετά

noun (a considerable amount) (για ποσότητα)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
"How much rice do you think I should cook?" "You'll need quite a bit for six people."

παράλογος

adjective (informal, figurative (ironic)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
That's a bit rich, coming from you!
Είναι παράλογο να το λες εσύ αυτό!

υπερβολή

noun (informal, figurative (exaggeration)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
It's a bit of a stretch to call her a teacher. She helps out in the classroom occasionally, that's all.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ε, όχι και όμορφη η Μαρία! Αυτό είναι τραβηγμένο από τα μαλλιά!

λίγο, ελάχιστα

adverb (little, very slightly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
This version is just that tiny bit better than the first, but you still need to revise it. I was a tiny bit sad to say goodbye to my friends, but excited about the adventure I was embarking upon.

λίγος, ελάχιστος

noun (very small amount)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
There's a tiny bit of milk left in the bottle. That tiny bit of cake will never satisfy Tania's appetite.

ασήμαντος

adjective (bad quality, insignificant)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

λιγάκι, λιγουλάκι

noun (UK, informal (little, slight amount) (καθομιλουμένη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I really shouldn't have any cake, but I'll just nibble this wee bit.

κάπως, λίγο, λιγάκι

adverb (UK, informal (little, slightly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Mexican food is a wee bit spicier than I'm used to.
Το μεξικάνικο φαγητό είναι ένα κλικ πιο πικάντικο από ότι έχω συνηθίσει.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του bit στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του bit

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.