Τι σημαίνει το cant στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης cant στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του cant στο Αγγλικά.

Η λέξη cant στο Αγγλικά σημαίνει αερολογία, ζαργκόν, γέρνω, κλίση, μπορώ, ξέρω, μπορώ, μπορώ, μπορεί, δοχείο, κονσέρβα, μπιτόνι, ντεπόζιτο, τουαλέτα, στενή, πολεμικό πλοίο, πισινός, κονσέρβα, μπορώ, μπορώ, κάνω κονσέρβα, στέλνω, σταματάω, σταματώ, δεν μπορώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης cant

αερολογία

noun (empty or insincere talk) (αποδοκιμασίας)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The speech was filled with cant and didn't inspire anyone.

ζαργκόν

noun (jargon)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Some professions have their own cant.

γέρνω

transitive verb (tilt)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Stop canting your chair--you'll tip over!

κλίση

noun (slope, tilt)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The tower is standing at a cant, like it's about to fall over.

μπορώ

auxiliary verb (be able to) (έχω την ικανότητα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I can carry those suitcases for you.
Μπορώ να μεταφέρω τις βαλίτσες σου εγώ.

ξέρω

auxiliary verb (know how to)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She can play the piano.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Μπορεί να παίξει την Ενάτη Συμφωνία του Μπετόβεν στο πιάνο.

μπορώ

auxiliary verb (have the right to) (έχω δικαίωμα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The prime minister can call an election whenever he wants to.
Ο πρωθυπουργός μπορεί να ανακοινώνει εκλογές όποτε θέλει.

μπορώ

auxiliary verb (be allowed to) (μου επιτρέπεται)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Can I borrow your car tonight?
Μπορώ να δανειστώ το αυτοκίνητό σου απόψε;

μπορεί

auxiliary verb (be possible) (είναι πιθανό)

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Such things can happen if you're not careful.
Τέτοια πράγματα μπορεί να συμβούν αν δεν προσέχεις.

δοχείο

noun (US (tin: metal container)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
We need three more cans of paint.
Χρειαζόμαστε τρία κουτιά μπογιά ακόμα.

κονσέρβα

noun (US (tin: of food) (συσκευασία τροφίμων)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Pass me that can of peas.
Δώσε μου αυτή την κονσέρβα με μπιζέλια.

μπιτόνι, ντεπόζιτο

noun (fuel) (δοχείο καυσίμων)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
We should fill this extra can with gas in case we run out.

τουαλέτα

noun (US, slang (toilet)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Excuse me. I have to go to the can.

στενή

noun (slang (jail, gaol) (μεταφορικά: φυλακή)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
He's been in the can for three months now.

πολεμικό πλοίο

noun (slang (military: warship)

After a few repairs the can was back in the water heading across the ocean.

πισινός

noun (US, slang (buttocks)

That toilet seat's so cold you'll freeze your can sitting on it.

κονσέρβα

noun (contents of a tin)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I'll just have a can of beans for lunch.
Θα φάω μόνο μια κονσέρβα φασόλια για μεσημεριανό.

μπορώ

auxiliary verb (have the qualifications to) (έχω γνώση, ικανότητα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A doctor can treat people more extensively than a nurse.

μπορώ

auxiliary verb (tend to) (έχω την τάση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He can be really annoying sometimes.

κάνω κονσέρβα

transitive verb (preserve in a jar, etc.)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
They canned most of their peppers for the winter.
Κονσερβοποίησαν τις περισσότερες πιπεριές τους για τον χειμώνα.

στέλνω

transitive verb (US, slang (fire, dismiss) (αργκό: απολύω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He should have been canned for that kind of behavior.
Θα έπρεπε να έχει πάρει πόδι εξαιτίας αυτής της συμπεριφοράς.

σταματάω, σταματώ

transitive verb (US, slang (stop doing)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
You two! Can that fighting! Now!
Ε, εσείς οι δύο! Κόφτε τον τσακωμό! Τώρα!

δεν μπορώ

contraction (colloquial, abbreviation (can not)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I can't hear the doorbell when I'm in the back room.
Όταν είμαι στο πίσω δωμάτιο δεν μπορώ να ακούσω το κουδούνι.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του cant στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του cant

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.