Τι σημαίνει το care στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης care στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του care στο Αγγλικά.

Η λέξη care στο Αγγλικά σημαίνει ενδιαφέρομαι, νοιάζομαι, με ενδιαφέρει, με απασχολεί, με αφορά, έχω προτίμηση, δε με νοιάζει, δε με ενδιαφέρει, δε με αφορά, νοιάζομαι, φροντίδα, περιποίηση, νοιάζομαι για κπ, ενδιαφέρομαι για κπ, προσοχή, φροντίδα, έγνοια, έννοια, ανησυχία, ευθύνη, κηδεμονία, έννοια, έγνοια, θέλω, εκτιμώ, φροντίζω, περιποίηση σώματος, περιποίησης σώματος, υπόψιν, φροντιστής, φροντίστρια, δεν νιώθω τίποτε για, δεν με νοιάζει, υπόψιν, πακέτο φροντίδας, κοινωνικός λειτουργός, παιδικός σταθμός, κηδεμονία, στεφανιαία μονάδα, δεν δίνω δεκάρα, δεν δίνω μία, δεν δίνω φράγκο, δεν δίνω πεντάρα τσακιστή, εξυπηρέτηση πελατών, γραμμή εξυπηρέτησης πελατών, φροντίδα παιδιών, φροντίδα ηιλικιωμένων,ατόμων με ειδικές ανάγκες, παιδικός σταθμός, κέντρο φροντίδας ηλικιωμένων, απρόσεκτος, επιπόλαιη στάση, απερίσκεπτη στάση, που δεν απαιτεί ιδιαίτερη φροντίδα, επείγουσα ιατρική βοήθεια, ανάδοχη οικογένεια, περιποίηση μαλλιών, περιποίησης μαλλιών, Προσοχή Εύθραυστο!, πιάνω κτ προσεκτικά, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, ιατροφαρμακευτικός, φαρμακευτική εταιρεία, εταιρεία υγειονομικής περίθαλψης, πάροχος υγείας, πάροχος υγειονομικής περίθαλψης, ιατρική μονάδα, νοσοκομειακό περιβάλλον, δε με νοιάζει, ΜΕΘ, υπόψιν, μονάδα εντατικής θεραπείας, εντατική, μονάδα εντατικής θεραπείας, εντατική, μονάδα εντατικής θεραπείας, μέθοδος καγκουρό, μακροχρόνια φροντίδα, στοργή, τρυφερότητα, ιατρική περίθαλψη για εγκύους και λεχώνες, ιατρική περίθαλψη, πρωινή περιποίηση, πρωινή περιποίηση, δε μου αρέσει, στερούμαι ενδιαφέροντος, δεν έχω έννοιες, δεν έχω έγνοιες, παρηγορητική φροντίδα, στήριξη από τον παπά, στήριξη από τον δάσκαλο, προσωπική υγιεινή, πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας, Aρχή Πρωτοβάθμιας Περίθαλψης, δίνω κπ σε ίδρυμα, περίθαλψη σε ειδικό χώρο διαμονής, φροντίδα του δέρματος, καθιερωμένη φροντίδα, προσέχω, πρόσεχε, προσοχή, προσεκτικά, πρόσεχε με κτ, προσοχή με κτ, προσεκτικά με κτ, φροντίζω, αναλαμβάνω, να προσέχεις, να προσέχεις τον εαυτό σου, προσέχω τον εαυτό μου, να προσέχεις, να προσέχεις τον εαυτό σου, αναθέτω την επιμέλεια κπ στην πρόνοια, τριτοβάθμια περίθαλψη, στην φροντίδα σου, υπό την κηδεμονία σου, σκασίλα μου!, τι με νοιάζει εμένα;, με προσοχή, με φροντίδα, με στοργή, με μεγάλη προσοχή, επιμελώς, απρόσεχτα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης care

ενδιαφέρομαι, νοιάζομαι

intransitive verb (be concerned)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
If you care then you'll donate some money to the cause.
Αν ενδιαφέρεσαι (or: νοιάζεσαι), θα κάνεις μια δωρεά για την ενίσχυση του σκοπού.

με ενδιαφέρει, με απασχολεί, με αφορά

(think is important)

I care about the issue of global warming.
Με ενδιαφέρει (or: με απασχολεί) το θέμα της υπερθέρμανσης του πλανήτη.

έχω προτίμηση

intransitive verb (have a preference)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Do you care what color I get?
Έχεις κάποια προτίμηση για το ποιο χρώμα να επιλέξω;

δε με νοιάζει, δε με ενδιαφέρει, δε με αφορά

verbal expression (be unconcerned)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
So, what if you're upset? I don't care.
Ε λοιπόν, τι κι αν είσαι αναστατωμένος; Δε με νοιάζει (or: Σκασίλα μου).

νοιάζομαι

intransitive verb (have affection)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Send him an e-mail to let him know you still care.
Στείλε του ένα μήνυμα για να του δείξεις πως τον αγαπάς ακόμα.

φροντίδα, περιποίηση

noun (maintenance) (συντήρηση)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Old houses look wonderful but they require a lot of care.
Τα παλιά σπίτια είναι πανέμορφα, αλλά χρειάζονται πολλή φροντίδα (or: περιποίηση).

νοιάζομαι για κπ

(feel affection)

Of course I want to spend more time with you. I care about you.
Φυσικά και θέλω να περάσω περισσότερο χρόνο μαζί σου. Νοιάζομαι για σένα.

ενδιαφέρομαι για κπ

(have romantic feelings for)

Juliana still cares for Simon after all these years.
Η Τζουλιάνα, μετά από τόσα χρόνια, ακόμα ενδιαφέρεται για τον Σάιμον.

προσοχή

noun (caution)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Handle with care.
Χειριστείτε με προσοχή.

φροντίδα

noun (supervision)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He's been ill and has received a lot of medical care.
Ήταν άρρωστος και δέχτηκε πολλή ιατρική φροντίδα.

έγνοια, έννοια

noun (worry) (ανησυχία)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She doesn't have a care in the world.
Δεν έχει την παραμικρή έγνοια (or: έννοια).

ανησυχία

noun (uncountable (anxiety)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
His face was sad and full of care.

ευθύνη

noun (responsibility)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The uncle had care of the children when their parents were ill.

κηδεμονία

noun (custody) (για ανηλίκους)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The children were taken into care.

έννοια, έγνοια

noun (object of concern)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The car is my care. You don't need to worry about fixing it.

θέλω

verbal expression (be inclined) (να κάνω κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I don't really care to play golf today.
Δεν έχω ιδιαίτερη διάθεση να παίξω γκολφ σήμερα.

εκτιμώ

(like, approve of)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Even though they are no longer together, Sarah still cares for her ex-husband as a friend.

φροντίζω

(take care of)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Will you care for me in my old age?

περιποίηση σώματος

noun (use of cosmetics, etc.) (με καλλυντικά)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

περιποίησης σώματος

noun as adjective (using cosmetics, etc.)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

υπόψιν

preposition (written, initialism (correspondence: care of)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Please send the package "c/o Jeremy Walters".

φροντιστής, φροντίστρια

noun ([sb] who helps vulnerable people)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Mary works as a care assistant in an old people's home.

δεν νιώθω τίποτε για

verbal expression (feel no affection)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δεν με νοιάζει

verbal expression (not think important)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

υπόψιν

preposition (mail: via)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
You can send me a letter care of my mother: she'll be sure to give it to me.

πακέτο φροντίδας

noun (food parcel)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κοινωνικός λειτουργός

noun ([sb] employed in social services)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
She's always been an excellent care worker.

παιδικός σταθμός

noun (day nursery)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Many companies have an on-site child care center for their employees' children.

κηδεμονία

noun (professional care of children)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Working parents need good childcare for their kids.

στεφανιαία μονάδα

noun (hospital ward for heart patients) (καρδιολογία)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Heart surgery is performed in the hospital's coronary care unit.

δεν δίνω δεκάρα, δεν δίνω μία, δεν δίνω φράγκο, δεν δίνω πεντάρα τσακιστή

verbal expression (informal (feel completely apathetic towards) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I couldn't care less about the tabloid headlines.
Σκασίλα μου για όσα λένε οι παλιοφυλλάδες!

εξυπηρέτηση πελατών

noun (customer service)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
You have to like listening to people complain to work in customer care.

γραμμή εξυπηρέτησης πελατών

noun (product support phone service)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The company calls this the customer care line, but I call it the help line.

φροντίδα παιδιών

noun (daytime childcare)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
My 2-year old daughter goes to day care every weekday morning.

φροντίδα ηιλικιωμένων,ατόμων με ειδικές ανάγκες

noun (daytime care for elderly, disabled)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I take my Dad to seniors' day-care every day so that I have time to run errands.

παιδικός σταθμός

noun (children's nursery)

κέντρο φροντίδας ηλικιωμένων

noun (care facility for adults) (ανάλογα με την περίπτωση)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

απρόσεκτος

adjective (informal (person, approach: reckless)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

επιπόλαιη στάση, απερίσκεπτη στάση

noun (informal (recklessness)

που δεν απαιτεί ιδιαίτερη φροντίδα

adjective (fabric: easy to clean)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

επείγουσα ιατρική βοήθεια

noun (urgent medical attention)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The paramedics gave emergency care at the scene of the accident.

ανάδοχη οικογένεια

noun (short-term adoption)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Most children who grow up in foster care are shuffled from one family to the next.

περιποίηση μαλλιών

noun (use of hair products)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

περιποίησης μαλλιών

noun as adjective (product: for hair) (σε γενική)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Προσοχή Εύθραυστο!

expression (written (label on fragile package)

Even though 'Handle with Care' was written on the package, it arrived damaged.

πιάνω κτ προσεκτικά

verbal expression (treat carefully)

That's a very old vase; handle it with care.

ιατροφαρμακευτική περίθαλψη

noun (medical services)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Healthcare on the island is provided by a free clinic.
Η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη στο νησί παρέχεται από μια δωρεάν κλινική.

ιατροφαρμακευτικός

noun as adjective (medical)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Healthcare costs have skyrocketed in the last twenty years.
Το κόστος της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης έχει εκτοξευτεί την τελευταία εικοσαετία.

φαρμακευτική εταιρεία

noun (UK (makes pharmaceuticals)

εταιρεία υγειονομικής περίθαλψης

noun (US (provides medical insurance)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πάροχος υγείας, πάροχος υγειονομικής περίθαλψης

noun (medical worker)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)
You probably can get your flu shots from your healthcare provider.

ιατρική μονάδα

noun (medical facility)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

νοσοκομειακό περιβάλλον

noun (hospital environment)

δε με νοιάζει

interjection (It's not important to me.)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
"You can't go out dressed like that; you'll get cold." "I don't care."
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. «Πληγώθηκε με αυτά που του είπες». «Σκασίλα μου.»

ΜΕΘ

noun (initialism (intensive care unit) (συντομογραφία)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

υπόψιν

preposition (for the attention of)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

μονάδα εντατικής θεραπείας, εντατική

noun (critical medical care, life support)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I'm afraid your husband's still under intensive care, Mrs.Fletcher. After his motorcycle accident he was left in intensive care with a fractured skull.

μονάδα εντατικής θεραπείας, εντατική

noun (critical care facility, life support unit)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Many victims of the attack are still in intensive care.

μονάδα εντατικής θεραπείας

noun (hospital ward for critical care)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

μέθοδος καγκουρό

noun (baby: skin-to-skin contact)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μακροχρόνια φροντίδα

noun (ongoing support and attention)

στοργή, τρυφερότητα

noun (affectionate attention)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The young boy lavished loving care on his pet rabbit.

ιατρική περίθαλψη για εγκύους και λεχώνες

noun (medical services for pregnancy and birth)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Maternity care is provided free of charge by the National Health Service.

ιατρική περίθαλψη

noun (treatment by a medical professional)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The local clinic provides top notch medical care.

πρωινή περιποίηση

noun (of a child) (παιδιού)

πρωινή περιποίηση

noun (for a patient) (ασθενούς)

δε μου αρέσει, στερούμαι ενδιαφέροντος

verbal expression (dislike)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Generally, I don't care for white wines - I much prefer reds.
Γενικά δε μου αρέσουν τα λευκά κρασιά - προτιμώ περισσότερο τα κόκκινα.

δεν έχω έννοιες, δεν έχω έγνοιες

verbal expression (not worry about anything)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He strolls through life as though he does not have a care.

παρηγορητική φροντίδα

noun (medical attention to relieve pain)

She is an oncologist but also an expert in palliative care.

στήριξη από τον παπά

noun (help from a priest)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στήριξη από τον δάσκαλο

noun (US (help from a teacher)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

προσωπική υγιεινή

noun (grooming and hygiene)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Personal care includes help with such things as washing, dressing, and eating.

πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας

noun (medical care)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Aρχή Πρωτοβάθμιας Περίθαλψης

noun (UK (healthcare authority)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

δίνω κπ σε ίδρυμα

verbal expression (UK, often passive (child: give government custody)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
When James's parents died, there was no one to look after him and he was put into care. The couple were found to be unfit parents and their kids were put into care.

περίθαλψη σε ειδικό χώρο διαμονής

noun (care in a special facility)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

φροντίδα του δέρματος

noun (cosmetic products and treatments for skin)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καθιερωμένη φροντίδα

noun (expected course of medical treatment)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

προσέχω

(be cautious or attentive)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
You have to take care when crossing a busy street during rush hour.
Πρέπει να προσέχεις όταν περνάς έναν πολυσύχναστο δρόμο σε ώρα αιχμής.

πρόσεχε, προσοχή, προσεκτικά

interjection (informal (be cautious)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Take care - that spider could be poisonous!
Πρόσεχε, αυτή η αράχνη μπορεί αν είναι δηλητηριώδης.

πρόσεχε με κτ, προσοχή με κτ, προσεκτικά με κτ

verbal expression (be careful)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Take care with that wedding cake; you don't want to drop it!
Πρόσεχε με τη γαμήλια τούρτα· δεν θα ήθελες να σου πέσει!

φροντίζω

verbal expression (tend)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I took care of my mother in the final months of her life.
Φρόντισα τη μητέρα μου τους τελευταίους μήνες της ζωής της.

αναλαμβάνω

verbal expression (handle)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Phil will take care of the travel arrangements.
Ο Φιλ θα αναλάβει να κανονίσει τα του ταξιδιού.

να προσέχεις, να προσέχεις τον εαυτό σου

interjection (informal (said on parting)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Take care, and see you next week!
Να προσέχεις και τα λέμε την άλλη βδομάδα!

προσέχω τον εαυτό μου

verbal expression (tend to own needs)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
It's essential that we take care of ourselves in order to care for others.

να προσέχεις, να προσέχεις τον εαυτό σου

interjection (said on parting)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Take care of yourself! See you soon!

αναθέτω την επιμέλεια κπ στην πρόνοια

verbal expression (UK (government: take custody of child)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Due to obvious neglect, the child was taken into care and ultimately placed in a foster home.

τριτοβάθμια περίθαλψη

noun (specialist medical attention)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

στην φροντίδα σου, υπό την κηδεμονία σου

adverb (in your charge)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
You should notify all the patients under your care that you are leaving this office.

σκασίλα μου!

interjection (I don't care) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
If you want to ruin your life by quitting school, what do I care?
Θες να παρατήσεις το σχολείο και να καταστρέψεις τη ζωή σου; Σκασίλα μου!

τι με νοιάζει εμένα;

interjection (I do not care)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
When Mary told me her son is going to Harvard, I said, "Why should I care? He's not my son."

με προσοχή

adverb (cautiously, prudently)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
This box contains high explosives - handle with care! The glass ball is fragile, so put it in the box with care.
Αυτό το κουτί περιέχει εκρηκτικά - με προσοχή! Η γυάλινη μπάλα είναι εύθραυστη γι' αυτό βάλε την στο κουτί με προσοχή.

με φροντίδα, με στοργή

adverb (lovingly, tenderly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Marvin dusted his butterfly collection with care.

με μεγάλη προσοχή

adverb (very cautiously)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Surgeons must perform open heart surgery with great care. The old woman walked with great care on the icy pavement.
Οι χειρούργοι πρέπει να κάνουν εγχείρηση ανοιχτής καρδιάς με μεγάλη προσοχή. Η ηλικιωμένη γυναίκα περπάτησε με μεγάλη προσοχή στο παγωμένο πεζοδρόμιο.

επιμελώς

adverb (painstakingly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
He cleaned the room with great care.

απρόσεχτα

adverb (in a careless way)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του care στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του care

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.