Τι σημαίνει το car στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης car στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του car στο Αγγλικά.

Η λέξη car στο Αγγλικά σημαίνει αυτοκίνητο, βαγόνι, τραμ, ασανσέρ, τεθωρακισμένο αυτοκίνητο, μπαταρία, με χτυπάει αυτοκίνητο, σαραβαλάκι, βαγόνι εστιατορίου, οδικώς, τραμ, τελεφερίκ, αυτοκινητιστικό ατύχημα, βόμβα σε αυτοκίνητο, πώληση μεταχειρισμένων αντικειμένων από ιδιώτες, καταδίωξη, ημίπαλτο, αυτοκινητιστικό ατύχημα, πλαίσιο, ενοικίαση αυτοκινήτου, καπό, κόρνα, κλειδιά αυτοκινήτου, υπαίθρια έκθεση αυτοκινήτων, συντήρηση αυτοκινήτου, κατανάλωση καυσίμου, χιλιομετρική ένδειξη, δόση αυτοκινήτου, πινακίδα, υπόστεγο για αυτοκίνητο, ενοικίαση αυτοκινήτου, ταξίδι με αυτοκίνητο, πωλητής αυτοκινήτων, πωλητής αυτοκινήτων, πωλήτρια αυτοκινήτων, παιδικό κάθισμα αυτοκινήτου, σέρβις αυτοκινήτου, εκκινητήρας, κλέφτης αυτοκινήτων, πορτμπαγκάζ, πλυντήριο αυτοκινήτων, παράθυρο, κόμιστρο, κλέφτης, κλέφτρα, το να πηγαίνω με το ίδιο αυτοκίνητο για να μοιραστώ τα έξοδα, ομάδα που μετακινείται με το ίδιο αυτοκίνητο για να μειώσει τα έξοδα, που υποφέρει από ναυτία μέσα σε αυτοκίνητο, μικρό και οικονομικό αυτοκίνητο, αυτοκίνητο μεταφοράς χωρίς χρέωση, δωρεάν αυτοκίνητο μεταφοράς, εστιατόριο, ηλεκτρικό αυτοκίνητο, station wagon, επίπεδη φορτάμαξα, φορτηγό αυτοκίνητο, είδος αυτοκινήτου για αγώνες επιτάχυνσης, ξεπούλημα μεταχειρισμένων ειδών νοικοκυριού, καπό, υβριδικό όχημα, εντός του αυτοκινήτου, εντός του οχήματος, βαγόνι, αυτοκίνητο μινιατούρα, αυτοκίνητο,όχημα, πάρκινγκ, βαγόνι, περιπολικό, περιπολικό, πούλμαν, αγωνιστικό αυτοκίνητο, βαγόνι, νοικιασμένο αυτοκίνητο, εστιατόριο τρένου, αυτοκίνητο ασφαλείας, αυτοκίνητο τύπου σεντάν, αυτοκίνητο χωρίς οδηγό, κλινάμαξα, αγωνιστικό αυτοκινητάκι, σπορ αυτοκίνητο, βυτιοφόρο, λιμουζίνα, αυτοκινητάκι, βαγόνι, τραμ, τραμ, τρόλεϊ, μεταχειρισμένο αυτοκίνητο, μεταχειρισμένο αμάξι, αυτοκίνητο αντίκα, γερανός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης car

αυτοκίνητο

noun (automobile)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The car sped down the highway.
Το αυτοκίνητο έτρεχε με ταχύτητα στον αυτοκινητόδρομο.

βαγόνι

noun (US (railway coach)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The brakeman uncoupled the cars.
Ο φρεναδόρος αποσύνδεσε τα βαγόνια.

τραμ

noun (US (streetcar)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
I paid my fare as I stepped into the car.
Πλήρωσα το εισιτήριό μου καθώς μπήκα στο τραμ.

ασανσέρ

noun (elevator)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The car stopped on the second floor.

τεθωρακισμένο αυτοκίνητο

noun (reinforced vehicle)

Brinks company sends its agents in armored cars to collect money from the banks.

μπαταρία

noun (for car's lights, etc.) (αυτοκινήτου)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The battery died because Wilma left the headlights on all night.
Η μπαταρία εξαντλήθηκε γιατί η Βίλμα άφησε τους προβολείς ανοιχτούς όλη τη νύχτα.

με χτυπάει αυτοκίνητο

verbal expression (be knocked down)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Greg crossed the street without checking for traffic, and was consequently hit by a car.
Ο Γκρεγκ πέρασε τον δρόμο χωρίς να ελέγξει την κυκλοφορία, με αποτέλεσμα να τον χτυπήσει αυτοκίνητο.

σαραβαλάκι

noun (US, slang (car in poor condition) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I love my beat-up car, even though it´s covered in dents and scratches.

βαγόνι εστιατορίου

noun (train: refreshments carriage)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The train doesn't have a buffet car so be sure to bring some snacks for the trip.

οδικώς

adverb (via motor vehicle)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
By car, you could get from Lansing to Detroit in about two hours.

τραμ

noun (US (streetcar on cable railway)

When we visited San Francisco, we took a ride on the cable car.

τελεφερίκ

noun (UK (ski lift)

The skiiers took the cable car to the top of the slope.

αυτοκινητιστικό ατύχημα

noun (automobile crash)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The number of car accidents has fallen in Western Europe over the past 3 years.

βόμβα σε αυτοκίνητο

noun (incendiary device in an automobile)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πώληση μεταχειρισμένων αντικειμένων από ιδιώτες

noun (UK (sale of used items in public place)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
There is a car boot sale every week in the town's main car park.

καταδίωξη

noun (pursuit by vehicle)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ημίπαλτο

(clothing)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αυτοκινητιστικό ατύχημα

noun (automobile accident)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The driver was killed in the car crash but the passenger survived.

πλαίσιο

noun (chassis) (αυτοκίνητο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ενοικίαση αυτοκινήτου

noun (UK (vehicle rental)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Low cost airlines can often offer you special low cost car hire too.

καπό

noun (part covering car's engine)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

κόρνα

noun (automobile's warning hooter)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The proper use of the car horn is overlooked by a lot of motorists.

κλειδιά αυτοκινήτου

plural noun (to unlock, start a car)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I lost my car keys, so I had to walk home to get an extra set.

υπαίθρια έκθεση αυτοκινήτων

noun (car sales area)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
That vehicle dealership has a huge car lot.

συντήρηση αυτοκινήτου

noun (care and repair of an automobile)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Regular car maintenance helps prolong the life of your car.

κατανάλωση καυσίμου

noun (fuel consumption)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χιλιομετρική ένδειξη

noun (miles travelled)

δόση αυτοκινήτου

noun (car loan repayment)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I lost my job so I'm afraid I won't be able to make my car payment this month.

πινακίδα

noun (usually plural (vehicle: registration plaque)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The hit and run happened so fast no one saw the car plates.

υπόστεγο για αυτοκίνητο

noun (covered parking)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ενοικίαση αυτοκινήτου

noun (hiring a motor vehicle)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ταξίδι με αυτοκίνητο

noun (journey, outing in a car)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
When I was a child, my family went for a car ride every Sunday.

πωλητής αυτοκινήτων

noun (male: sells automobiles)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A good car salesman will not let you walk away without buying a car.

πωλητής αυτοκινήτων, πωλήτρια αυτοκινήτων

noun (person who sells automobiles)

παιδικό κάθισμα αυτοκινήτου

noun (child's removable seat in a car)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A car seat must fit the child correctly.
Το παιδικό κάθισμα αυτοκινήτου πρέπει να είναι στα μέτρα του παιδιού.

σέρβις αυτοκινήτου

noun (maintenance work done on a car)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

εκκινητήρας

noun (device used to start car engine)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κλέφτης αυτοκινήτων

noun ([sb] who steals automobiles)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πορτμπαγκάζ

noun (boot: car's rear compartment)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
When we went to the drive-in we would usually sneak in some friends in the car trunk.

πλυντήριο αυτοκινήτων

noun (facility: vehicle cleaning)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
My car is so dirty that I must take it to the car wash.

παράθυρο

noun (window of an automobile)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
She rolled down the car window to say hello to the neighbors.

κόμιστρο

noun (US (fee paid for a bus or taxi ride)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κλέφτης, κλέφτρα

noun (robber who hijacks a car)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

το να πηγαίνω με το ίδιο αυτοκίνητο για να μοιραστώ τα έξοδα

noun (US (car-sharing arrangement)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Mandy and her friends arranged a carpool for their weekly art class.

ομάδα που μετακινείται με το ίδιο αυτοκίνητο για να μειώσει τα έξοδα

noun (US (group of car sharers)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
We added another driver to the carpool.

που υποφέρει από ναυτία μέσα σε αυτοκίνητο

adjective (nauseous from car travel)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μικρό και οικονομικό αυτοκίνητο

noun (small economical car)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The company launched a new model of the compact car about a month ago.

αυτοκίνητο μεταφοράς χωρίς χρέωση, δωρεάν αυτοκίνητο μεταφοράς

noun (vehicle provided free of charge)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Al's Garage always lends me a courtesy car to drive while they repair my own car.

εστιατόριο

noun (train carriage) (βαγόνι σε τρένο όπου σερβίρεται φαγητό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
It's a good idea to reserve ahead if you want a table in the dining car.

ηλεκτρικό αυτοκίνητο

noun (car powered by electricity)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The auto industry needs to develop a cost-effective electric car.

station wagon

noun (UK (large automobile)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

επίπεδη φορτάμαξα

noun (railway: car with no sides) (σιδηρόδρομος)

φορτηγό αυτοκίνητο

noun (railway carriage for cargo)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The train was made up of about 40 freight cars.

είδος αυτοκινήτου για αγώνες επιτάχυνσης

noun (US (type of drag racing)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
They're called funny cars because the placement of the rear wheels gives them a funny appearance.

ξεπούλημα μεταχειρισμένων ειδών νοικοκυριού

noun (US (sale of used items)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
They sold a lot of their old things in a garage sale.

καπό

noun (US (part covering car's engine)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Jaime looked under the hood to see if she could see what the problem with her car was.
Η Τζέιμι κοίταξε κάτω από το καπό να δει εάν μπορούσε να αντιληφθεί, ποιο ήταν το πρόβλημα με το αυτοκίνητό της.

υβριδικό όχημα

noun (vehicle with combined power source)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I bought a hybrid car to avoid high gasoline costs.

εντός του αυτοκινήτου, εντός του οχήματος

adjective (installed in a car)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βαγόνι

noun (metallurgy: car on rails)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αυτοκίνητο μινιατούρα

noun (miniature or toy vehicle)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

αυτοκίνητο,όχημα

noun (dated (car, automobile)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πάρκινγκ

noun (vehicle parking area)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Those high-school kids like to hang out in the parking lot and drink beer.
Σε αυτά τα λυκειόπαιδα αρέσει να αράζουν στο πάρκινγκ και να πίνουν μπύρες.

βαγόνι

noun (carriage of a train)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The ticket inspector walked through the passenger car and checked all the tickets.

περιπολικό

noun (on-duty police automobile)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Slow down to the speed limit -- there's a patrol car around the bend. I pulled over when I saw the patrol car's lights in my rear-view mirror.

περιπολικό

noun (vehicle used by police)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
We arrived to see a police car outside our home. Within minutes of the alarm going off, 12 police cars were surrounding the building.
Φτάσαμε και είδαμε ένα περιπολικό έξω από το σπίτι μας. Μέσα σε λίγα λεπτά από το άκουσμα του συναγερμού, 12 περιπολικά περικύκλωσαν το κτίριο.

πούλμαν

noun (® (railroad car)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

αγωνιστικό αυτοκίνητο

noun (high-powered motor vehicle for racing)

The race car sped round the track at 150 miles per hour.

βαγόνι

noun (passenger coach of a train)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

νοικιασμένο αυτοκίνητο

noun (hired motor vehicle)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Please allow plenty of time for you to return your rental car.

εστιατόριο τρένου

noun (train carriage with buffet)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
We dined in the restaurant car while passing through the Swiss Alps.

αυτοκίνητο ασφαλείας

noun (motorsport: vehicle that sets slow pace)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
After the crash the safety car led the race cars at a slow pace while the wreckage was cleared.

αυτοκίνητο τύπου σεντάν

noun (UK (car: sedan)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

αυτοκίνητο χωρίς οδηγό

noun (autonomous vehicle)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κλινάμαξα

noun (train carriage fitted with bed)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αγωνιστικό αυτοκινητάκι

(miniature racing car) (παιχνίδι)

σπορ αυτοκίνητο

noun (small, low, fast car)

We knew Tom was going through a mid-life crisis when he bought a sports car.

βυτιοφόρο

noun (train that transports liquids, etc.)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

λιμουζίνα

noun (luxury vehicle)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The executive was picked up in a Lincoln town car.

αυτοκινητάκι

noun (child's plaything: miniature vehicle) (παιδικό παιχνίδι)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

βαγόνι

noun (carriage of a railway train)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

τραμ

noun (UK (passenger car on cable railway)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Most cities did away with their trams in the 20th century.

τραμ

noun (UK (tramway carriage)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

τρόλεϊ

noun (US (tram, streetcar)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Dean catches the trolley to work; it stops right outside his office.

μεταχειρισμένο αυτοκίνητο, μεταχειρισμένο αμάξι

noun (second-hand motor vehicle)

αυτοκίνητο αντίκα

noun (classic antique automobile)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He has an impressive collection of vintage cars.

γερανός

noun (vehicle used to pull another) (μεταφορικά: όχημα)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The wrecker came pretty quickly and pulled our car out of the ditch.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του car στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του car

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.