Τι σημαίνει το fishing στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης fishing στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του fishing στο Αγγλικά.

Η λέξη fishing στο Αγγλικά σημαίνει ψάρεμα, αλιεία, ψάρεμα, ψάρι, ψάρι, ψαρεύω, ψαρεύω, ψάχνω, δολάριο, ψαρεύω, χτενίζω, ψάρεμα σε βαθιά νερά, ψαρόβαρκα, εξοπλισμός ψαρέματος, νερά που προσφέρονται για ψάρεμα, πετονιά, καλάμι, καλάμι, αλιευτική περίοδος, εξοπλισμός ψαρέματος, εκδρομή για ψάρεμα, δίχτυ, αλιεία με τεχνητή μύγα, ψάρεμα, πάω για ψάρεμα, κάνω έρευνα, ψαρεύω για στοιχεία, ψάρεμα σε παγωμένο ποτάμι ή λίμνη, περιοδική αλιεία, ψάρεμα πέστροφας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης fishing

ψάρεμα

noun (sport: catching fish) (ψυχαχωγία)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I enjoy fishing. It is so relaxing.
Μ' αρέσει το ψάρεμα. Είναι τόσο χαλαρωτικό.

αλιεία

noun (occupation) (επάγγελμα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Fishing is an important industry around here.
Η αλιεία είναι σημαντικός τομέας της οικονομίας εδώ.

ψάρεμα

noun (eliciting information) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Her constant fishing for information bothered us.

ψάρι

noun (aquatic animal)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
My son has a pet fish.
Ο γιος μου έχει ένα ψάρι για κατοικίδιο.

ψάρι

noun (fish meat as food) (φαγητό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I prefer to eat fish for health reasons.
Προτιμώ να τρώω ψάρι για λόγους υγείας.

ψαρεύω

transitive verb (fish: try to catch)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He's fishing trout.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Αλιεύει σφουγγάρια.

ψαρεύω

intransitive verb (go angling)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
On Sundays I go down to the river and fish.
Τις Κυριακές πηγαίνω στο ποτάμι και ψαρεύω.

ψάχνω

intransitive verb (figurative (search, rummage)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Looking for her lipstick, she fished in her bag.
Έψαχνε στην τσάντα της, αναζητώντας το κραγιόν της.

δολάριο

noun (US, dated, slang (dollar)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Hey, man, do you have a spare twenty fish?

ψαρεύω

(figurative (seek) (καθομιλουμένη, μτφ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She's fishing for compliments. Just ignore her.

χτενίζω

transitive verb (figurative (search through) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They're fishing the whole region for leads.

ψάρεμα σε βαθιά νερά

noun (fishing in deep ocean waters)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ψαρόβαρκα

noun (vessel: for fishing)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εξοπλισμός ψαρέματος

noun (equipment for catching fish)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
We got up at 5:00, grabbed our fishing gear, and set out for the lake.

νερά που προσφέρονται για ψάρεμα

noun (waters promising good fishing)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

πετονιά

noun (cord used to catch fish)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The bass was so huge it broke my fishing line and got away.

καλάμι

noun (rod used for angling)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Grab your fishing pole and we'll head to the river to catch some trout.

καλάμι

noun (rod used to catch fish) (ψαρέματος)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The latest fishing rods are made of fibreglass.

αλιευτική περίοδος

noun (annual period for hunting fish)

The trout fishing season opens tomorrow and lasts for three months.

εξοπλισμός ψαρέματος

noun (equipment used in angling)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

εκδρομή για ψάρεμα

noun (outing to catch fish)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Did you ever ask him why he never caught any fish on his fishing trips?

δίχτυ

noun (mesh used for catching fish)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The ship is equipped with various fishnets.

αλιεία με τεχνητή μύγα

noun (method to catch fish) (επίσημο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ψάρεμα

noun (sport: catching fish)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The deep blue waters of the Andaman Sea are ideal for game fishing.

πάω για ψάρεμα

verbal expression (try to catch fish)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Let's go fishing at the lake today.

κάνω έρευνα, ψαρεύω για στοιχεία

verbal expression (figurative (hunt for unspecified evidence)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
In the US, police are not allowed to go on a fishing expedition in your house without a search warrant.

ψάρεμα σε παγωμένο ποτάμι ή λίμνη

noun (angling for fish through a hole in ice)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
In winter we used to go ice-fishing when the lake froze over, but we never caught any fish.

περιοδική αλιεία

noun (periodically intensive fish-catching) (διαδικασία ιχθυοτροφίας)

ψάρεμα πέστροφας

noun (angling to catch trout)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Trout fishing is a relaxing pastime, unless you're a trout.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του fishing στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του fishing

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.