Τι σημαίνει το chairs στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης chairs στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του chairs στο Αγγλικά.

Η λέξη chairs στο Αγγλικά σημαίνει καρέκλα, πρόεδρος, έδρα, έδρα, ηλεκτρική καρέκλα, αναπηρική καρέκλα, προεδρεύω, καρέκλα, καρέκλα θαλάσσης, καρέκλα παραλίας, πουφ, πτυσσόμενη καρέκλα, μπράτσο καρέκλας, μπράτσο πολυθρόνας, πλάτη καρέκλας, αναβατήρας, συμπροεδρεύων, ηγούμαι από κοινού, ξαπλώστρα, οδοντιατρική καρέκλα, καρέκλα τραπεζαρίας, καρέκλα σκηνοθέτη, διευθυντική θέση, κουνιστή πολυθρόνα, ηλεκτρική καρέκλα, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, σπαστή καρέκλα, καρεκλάκι μωρού, είδος καρέκλας, καρέκλα/ξαπλώστρα κήπου, πολυθρόνα, γιο-γιο, ανακλινόμενη πολυθρόνα, κουνιστή πολυθρόνα, παλανκίνο, πολυθρόνα, περιστρεφόμενη καρέκλα, πολυθρόνα με μπράτσα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης chairs

καρέκλα

noun (seat)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
This is a comfortable chair.
Αυτή είναι αναπαυτική καρέκλα.

πρόεδρος

noun (chairperson)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Frank is chair of the steering committee.
Ο Φρανκ είναι πρόεδρος της επιτροπής συντονισμού.

έδρα

noun (seat of authority)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I would like Peter to take the chair and lead this discussion.
Θα ήθελα ο Πήτερ να ανεβεί στη έδρα και να ηγηθεί της συζήτησης.

έδρα

noun (professorship) (μεταφορικά: πανεπιστήμιο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Dr. Roberts was offered a chair in history.

ηλεκτρική καρέκλα

noun (electric chair)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The serial killer is being sent to the chair.

αναπηρική καρέκλα

noun (abbreviation (mobility aid: wheelchair)

Joe can't walk very far unaided, so he usually uses a chair.

προεδρεύω

transitive verb (preside over) (σε κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The superintendent chaired the meeting.

καρέκλα

noun (seat at male hairdresser's)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
In order to get my hair cut, the man asked me to sit on the barber's chair.

καρέκλα θαλάσσης, καρέκλα παραλίας

noun (deck chair, foldout chair)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I unfolded my beachchair but it collapsed when I sat on it.

πουφ

noun (large soft bead-filled sack to sit on)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

πτυσσόμενη καρέκλα

noun (portable folding chair)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μπράτσο καρέκλας, μπράτσο πολυθρόνας

noun (armrest of a seat)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πλάτη καρέκλας

noun (back rest on a chair)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Proper posture requires sitting up straight against the chair back.

αναβατήρας

noun (cable car for skiers)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

συμπροεδρεύων

noun ([sb] who presides jointly)

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)

ηγούμαι από κοινού

transitive verb (lead [sth] jointly)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ξαπλώστρα

noun (folding seat for beach)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I like to sit outside on my deck chair when the weather's mild.

οδοντιατρική καρέκλα

noun (adjustable seat for dental patient)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He is sitting in the dentist's chair.

καρέκλα τραπεζαρίας

noun (chair used at dining table)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I've just bought a set of six antique dining chairs.
Μόλις αγόρασα ένα σετ με έξι καρέκλες τραπεζαρίας αντίκες.

καρέκλα σκηνοθέτη

noun (film director's seat)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The film director sat in the director's chair and gave instructions to the actors.

διευθυντική θέση

noun (figurative (position of authority)

I'm in the director's chair now.

κουνιστή πολυθρόνα

noun (large upholstered armchair)

Grandpa reclined in his easy chair when he arrived home.

ηλεκτρική καρέκλα

noun (execution apparatus)

The electric chair is arguably more humane than the guillotine.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

transitive verb (UK (display chair of [sb] refusing to debate)

σπαστή καρέκλα

noun (collapsible chair)

καρεκλάκι μωρού

noun (child's tall chair)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The restaurant provided a highchair for my 3-year-old son.

είδος καρέκλας

noun (type of chair)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

καρέκλα/ξαπλώστρα κήπου

noun (sun lounger, deck chair)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
We bought some comfortable lawn chairs so we could enjoy summer evenings in the back yard.

πολυθρόνα

(furniture)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

γιο-γιο

noun (child's seat with toilet bowl)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ανακλινόμενη πολυθρόνα

noun (seat that tilts backwards)

I always fall asleep if I watch TV in my reclining chair.

κουνιστή πολυθρόνα

noun (seat that rocks back and forth)

Grandma and Grandpa like sitting in their rocking chairs on the veranda.

παλανκίνο

noun (litter: carried chair) (φορητό κάθισμα για μεταφορά ευγενών)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The princess was carried through the town in a sedan.

πολυθρόνα

noun (long seat)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

περιστρεφόμενη καρέκλα

noun (seat that revolves)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I'm sitting in a swivel chair in front of my computer screen.

πολυθρόνα με μπράτσα

(furniture)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του chairs στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του chairs

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.