Τι σημαίνει το element στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης element στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του element στο Αγγλικά.

Η λέξη element στο Αγγλικά σημαίνει στοιχείο, στοιχείο, στοιχείο, παράγοντας, στοιχείο, αντίσταση, στοιχείο, τα στοιχεία της φύσης, στοιχείο, τα στοιχειώδη, στοιχείο δεδομένων, θερμαντικό στοιχείο, στο στοιχείο μου, στοιχείο κλειδί, κομμάτι κλειδί, έξω από τα νερά μου, γονέας, ιχνοστοιχείο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης element

στοιχείο

noun (aspect)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Good grammar is just one element of effective writing.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Αυτό είναι ένα άλλο στοιχείο του θέματος που πρέπει να ληφθεί υπόψη.

στοιχείο

noun (component, part)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The chef was arranging the elements of the dish on the plate.
Ο σεφ τοποθετούσε τα στοιχεία του πιάτου στην πιατέλα.

στοιχείο

noun (often plural (physics) (φυσική)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Mendeleev devised the periodic table of the elements. To the ancient Greeks there were four elements.
Ο Μεντελέγιεφ επινόησε τον περιοδικό πίνακα των στοιχείων. Για τους αρχαίους Έλληνες, υπήρχαν τέσσερα στοιχεία.

παράγοντας

noun (factor)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
There was an element of luck involved when he won the race.
Έπαιξε ρόλο ο παράγοντας τύχη όταν κέρδισε τον αγώνα.

στοιχείο

noun (figurative (natural habitat) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Jane is in her element at parties, being an extrovert.
Η Τζέιν είναι εξωστρεφής και στα πάρτυ είναι στο στοιχείο της.

αντίσταση

noun (electrical part) (ηλεκτρική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
An electric kettle should never be used unless the element is fully covered by water.
Ο ηλεκτρικός βραστήρας δεν πρέπει να χρησιμοποιηθεί, αν η αντίσταση δεν είναι πλήρως καλυμμένη από νερό.

στοιχείο

noun (chemical substance)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Water consists of the elements hydrogen and oxygen.
Το νερό αποτελείται από τα στοιχεία υδρογόνο και οξυγόνο.

τα στοιχεία της φύσης

plural noun (adverse weather)

You need a waterproof jacket to protect you against the elements.
Χρειάζεσαι ένα αδιάβροχο μπουφάν για να σε προστατεύει από τα στοιχεία της φύσης.

στοιχείο

noun (often plural (group, faction) (μεταφορικά, συνήθως πληθυντικός)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
An element in the crowd was intent on making trouble.
Μια ομάδα ατόμων ανάμεσα στο πλήθος είχε την πρόθεση να προκαλέσει ταραχές.

τα στοιχειώδη

plural noun (basics of a subject) (με γενική: ενός θέματος)

The book covers the elements of the subject.

στοιχείο δεδομένων

noun (unit of computer coding)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

θερμαντικό στοιχείο

noun (heater part)

στο στοιχείο μου

adverb (in a natural situation)

She loves reading. Put her in a library and she's in her element!

στοιχείο κλειδί, κομμάτι κλειδί

noun (crucial feature, part) (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
An easy-to-use catalogue is a key element of a good library.

έξω από τα νερά μου

adjective (in an unfamiliar situation) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The small-town boy was out of his element when he visited New York City. I didn't enjoy the party - it was full of football fans and I felt a little out of my element.
Το αγόρι από την επαρχία ήταν έξω από τα νερά του όταν επισκέφτηκε την πόλη της Νέας Υόρκης. Δεν πέρασα ωραία στο πάρτι - ήταν γεμάτο από οπαδούς του ποδοσφαίρου και ένιωσα λίγο έξω από τα νερά μου.

γονέας

noun (computer code: higher tag) (πληροφορική: δενδροειδής δομή δεδομένων)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
In XML formatting, most elements can have several child elements, but only one parent element.
Στην περίπτωση της μορφοποίησης δεδομένων XML, τα περισσότερα στοιχεία έχουν πολλούς απογόνους, αλλά μόνο έναν γονέα.

ιχνοστοιχείο

noun (very small quantity)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
There were trace elements of poison in her blood.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του element στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του element

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.