Τι σημαίνει το upper στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης upper στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του upper στο Αγγλικά.

Η λέξη upper στο Αγγλικά σημαίνει ανώτερος, πάνω, επάνω, άνω, πάνω, επάνω, βορειότερος, πάνω, επάνω, άνω, διεγερτικό, πάνω μέρος παπουτσιού, πάνω, πάνω δόντια, έχω το πάνω χέρι, παίρνω το πάνω χέρι, έχω το πάνω χέρι, έχω το πάνω χέρι, κάνω υπομονή, δείχνω υπομονή, στωικότητα, επιφυλακτικότητα, αυτοσυγκράτηση, μπράτσο, ανώτερο εύρος, πάνω μέρος του σώματος, ανώτατο όριο, ανώτερη μοίρα εντέρου, ανώτατο όριο του προϋπολογισμού, ανώτερη κοινωνική τάξη, αριστοκρατικός, οι πλούσιοι, πλούσιος, επάνω όροφος, ψηλά στην ιεραρχία, άνω άκρο, το πάνω χέρι, άνω-ενδιάμεσος, ψηλότερος όροφος, ανώτερο όριο, άνω χείλος, μεγαλοαστική τάξη, οι μεγαλύτερες τάξεις του σχολείου, λύκειο, τελευταίος όροφος, Upper West Side, μεγαλοαστικός, κεφαλαία, κεφαλαίος, κεφαλαίο γράμμα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης upper

ανώτερος

adjective (higher than others)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The gardener cut back the upper part of the hedge.
Ο κηπουρός κλάδεψε το πάνω μέρος των θάμνων του φράκτη.

πάνω, επάνω

adjective (higher of two) (καθομιλουμένη)

The house had an upper and a lower floor.
Το σπίτι είχε έναν πάνω και έναν κάτω όροφο.

άνω

adjective (body part: higher) (επίσημο)

The upper arm is the portion between the elbow and the shoulder.
Το πάνω μέρος του χεριού είναι το τμήμα ανάμεσα στον αγκώνα και τον ώμο.

πάνω, επάνω

adjective (positioned higher on page)

The upper section of the page shows a illustration.

βορειότερος

adjective (region: northern)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Snow is expected across the upper part of the country.

πάνω, επάνω

adjective (teeth: on the top)

Alan had to have all his upper teeth taken out when he was eighty.

άνω

adjective (further upstream or inland)

Simon spent two weeks in the upper Loire valley.

διεγερτικό

noun (slang (drug: amphetamine)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Ben took a couple of uppers before he went out.

πάνω μέρος παπουτσιού

noun (top part of shoe)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The shoe repairer fitted a new sole to the upper.

πάνω

noun (upper one of two)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Laura asked Karen which bunk she would prefer and she chose the upper.

πάνω δόντια

plural noun (usu plural (top teeth)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The dentist examined Olivia's uppers.

έχω το πάνω χέρι

verbal expression (figurative (attain an advantage: over [sb])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
An early goal has given the Blues the upper hand in the match.

παίρνω το πάνω χέρι

verbal expression (figurative (gain advantage)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The game lasted for hours before one team got the upper hand.

έχω το πάνω χέρι

verbal expression (figurative (have an advantage: over [sb]) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

έχω το πάνω χέρι

verbal expression (figurative (be in control of [sb]) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The thief had the upper hand because he had the gun.
Ο κλέφτης είχε το πάνω χέρι επειδή κρατούσε όπλο.

κάνω υπομονή, δείχνω υπομονή

verbal expression (figurative (remain stoic)

στωικότητα

noun (figurative (stoicism)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The British are famous for their stiff upper lip.

επιφυλακτικότητα, αυτοσυγκράτηση

noun (figurative (reserve, self-restraint) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μπράτσο

noun (arm from shoulder to elbow)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ανώτερο εύρος

noun (highest level or range)

πάνω μέρος του σώματος

noun (body above the waist)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The sweater covered her upper body, but her legs were still cold.

ανώτατο όριο

noun (mathematics: greater or equal number)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ανώτερη μοίρα εντέρου

noun (topmost part of digestive system)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ανώτατο όριο του προϋπολογισμού

noun (maximum sum allocated or allowed)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ανώτερη κοινωνική τάξη

noun (minor aristocracy)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The upper class constitutes a small section of British society.

αριστοκρατικός

noun as adjective (aristocratic, posh)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Portia's schoolmates made fun of her upper-class accent.

οι πλούσιοι

noun (informal, figurative (wealthy people)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Only children from the upper crust go to that school.

πλούσιος

noun as adjective (informal, figurative (people: wealthy)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
They're all upper-crust snobs in that part of town.

επάνω όροφος

noun (top level of a bus or boat)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
We sat on the upper deck because there was more room.

ψηλά στην ιεραρχία

plural noun (high rank or level)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The people in the upper echelons of management have no idea what most of the workers do.

άνω άκρο

noun (arm) (χέρι)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

το πάνω χέρι

noun (figurative (advantage) (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

άνω-ενδιάμεσος

adjective (language learner: very competent) (επίσημο)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

ψηλότερος όροφος

noun (higher storey or floor of a building)

ανώτερο όριο

noun (maximum permitted)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I've reached the upper limit of my job's salary range.

άνω χείλος

noun (upper external part of mouth)

μεγαλοαστική τάξη

noun (wealthy, highly-educated people)

Paying college tuitions nowadays can be difficult even for families in the upper middle class.

οι μεγαλύτερες τάξεις του σχολείου

noun (education: older students' section)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

λύκειο

noun (UK, dated (secondary school: 14-18)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

τελευταίος όροφος

noun (building: higher floor)

Upper West Side

noun (district of Manhattan in New York) (περιοχή στο Μανχάταν)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

μεγαλοαστικός

noun as adjective (wealthy)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Her upper-middle-class parents sent her to the best schools.

κεφαλαία

noun (capital letters) (γράμματα)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Use uppercase for the first letter of someone's name.

κεφαλαίος

adjective (letter: capital) (γράμμα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The name 'John' begins with an upper-case letter J.

κεφαλαίο γράμμα

noun (often plural (capital letter)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του upper στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του upper

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.