Τι σημαίνει το ease στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης ease στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του ease στο Αγγλικά.

Η λέξη ease στο Αγγλικά σημαίνει άνεση, μετριάζω, άνεση, ανακουφίζω, ανακούφιση, άνεση, ηρεμία, ανάπαυση, κινούμαι προσεκτικά, ελαττώνω, μειώνω, χαλαρώνω, διευκολύνω, εγκαθιστώ προσεκτικά, τοποθετώ προσεκτικά, περνάω με ευκολία, εκτονώνομαι, μειώνομαι, λιγοστεύω, καταπραΰνομαι, ανακουφίζομαι, εκτονώνομαι, μειώνομαι, λιγοστεύω, καταπραΰνομαι, ανακουφίζομαι, αφαιρώ προσεκτικά, είμαι λιγότερο αυστηρός με κπ, νιώθω άνετα, στέκομαι σε ανάπαυση, ανάπαυση, άνετα, βολεύομαι σε κτ, βολεύομαι σε κτ, προσαρμόζομαι σταδιακά, προσαρμόζομαι μαλακά, προσαρμόζομαι σταδιακά, προσαρμόζομαι μαλακά, εκτονώνω την κατάσταση, εκτονώνω την κατάσταση, αμήχανος, ηρεμώ, καθησυχάζω, με ευκολία, απροβλημάτιστα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης ease

άνεση

noun (lack of difficulty) (ευκολία)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The ease with which he learns languages is amazing.
Η άνεση με την οποία μαθαίνει ξένες γλώσσες είναι καταπληκτική.

μετριάζω

transitive verb (reduce pressure)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The new construction eased the demand for houses.
Η νέα οικοδομή μετρίασε τη ζήτηση κατοικίας.

άνεση

noun (comfort)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Brad's ease was apparent to all as he sat in a well-padded armchair.
Το πόση άνεση ένιωθε ο Μπραντ ήταν εμφανές σε όλους μια που καθόταν σε μια παραφουσκωμένη πολυθρόνα.

ανακουφίζω

transitive verb (relieve)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A good massage will ease your aching muscles.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Μόνο ο χρόνος κατάφερε τελικά να απαλύνει τον πόνο της από την απώλεια του παιδιού της.

ανακούφιση

noun (relief)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A painkiller will bring ease to your sore back.
Ένα παυσίπονο θα φέρει ανακούφιση στην πιασμένη σου μέση.

άνεση

noun (affluence) (οικονομική ευμάρεια)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He was rich, and lived a life of ease.
Ήταν πλούσιος και ζούσε μια ζωή γεμάτη ανέσεις.

ηρεμία

noun (peace of mind)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He rediscovered a sense of ease once his worries were behind him.
Βρήκε ξανά την ηρεμία του μόλις πέρασαν οι ανησυχίες του.

ανάπαυση

noun (natural state) (στρατιωτική στάση)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The soldiers stood at ease before the inspection.
Οι στρατιώτες ήταν σε ανάπαυση πριν την επιθεώρηση.

κινούμαι προσεκτικά

(move carefully)

He eased gently through the dense crowd.

ελαττώνω, μειώνω

transitive verb (reduce tension)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He loosened the rope to ease the tension in it.
Χαλάρωσε το σκοινί για να μειώσει την τάση.

χαλαρώνω

transitive verb (loosen, relax)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He eased his foot off the accelerator.
Χαλάρωσε το πόδι του απομακρύνοντάς το από το γκάζι του αυτοκινήτου.

διευκολύνω

transitive verb (make easier)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A few well-placed bribes eased the way for the planning application to be approved.

εγκαθιστώ προσεκτικά, τοποθετώ προσεκτικά

phrasal verb, transitive, separable (install or insert gently)

Open the battery compartment and ease the battery in.

περνάω με ευκολία

phrasal verb, intransitive (figurative (get into easily)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The top seed eased into the semi-finals with a straight-sets victory.

εκτονώνομαι, μειώνομαι, λιγοστεύω, καταπραΰνομαι, ανακουφίζομαι

phrasal verb, transitive, inseparable (reduce pressure on)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
To slow the car down gradually, ease off the gas pedal.

εκτονώνομαι, μειώνομαι, λιγοστεύω, καταπραΰνομαι, ανακουφίζομαι

phrasal verb, intransitive (informal (be less severe)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
You're very tough on your son. Why don't you ease off a little?

αφαιρώ προσεκτικά

phrasal verb, transitive, separable (remove gently or slowly)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

είμαι λιγότερο αυστηρός με κπ

phrasal verb, transitive, inseparable (treat less harshly)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
You may find if you ease up a bit on the child she will behave better.

νιώθω άνετα

verbal expression (relaxed)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
I am more at ease when my boss is not in the office.
Νιώθω πιο άνετα, όταν το αφεντικό μου λείπει από το γραφείο.

στέκομαι σε ανάπαυση

verbal expression (not standing at attention)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The troops were at ease on the parade ground.
Τα στρατεύματα στέκονταν σε ανάπαυση στον χώρο της παρέλασης.

ανάπαυση

adverb (stand: not at attention) (στρατός)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The captain ordered the soldiers to stand at ease.
Ο λοχαγός διέταξε τους στρατιώτες να σταθούν σε ανάπαυση.

άνετα

adjective (comfortable)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Chris was very friendly, and I instantly felt at ease with him.
Ο Κρις ήταν πολύ φιλικός και ένιωσα αμέσως άνετα μαζί του.

βολεύομαι σε κτ

(get into gently)

He eased into the chair and put his aching feet up on a stool.

βολεύομαι σε κτ

(get into gently)

προσαρμόζομαι σταδιακά, προσαρμόζομαι μαλακά

(figurative (undertake slowly)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
You have to ease into your work after a week away from the office.

προσαρμόζομαι σταδιακά, προσαρμόζομαι μαλακά

(figurative (undertake slowly)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εκτονώνω την κατάσταση

intransitive verb (make things less difficult)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εκτονώνω την κατάσταση

intransitive verb (reduce tension within group)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He tried to ease the situation by cracking jokes.

αμήχανος

adjective (socially awkward)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I am always ill at ease at events where I don't know anyone.

ηρεμώ, καθησυχάζω

verbal expression (make comfortable)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Gillian put us at ease before the test by making a joke.

με ευκολία, απροβλημάτιστα

adverb (easily, without difficulty)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I found the problem pretty difficult, but the smartest girl in the class solved it with ease.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του ease στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του ease

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.