Τι σημαίνει το coming στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης coming στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του coming στο Αγγλικά.
Η λέξη coming στο Αγγλικά σημαίνει επερχόμενος, επικείμενος, ερχόμενος, προσεχής, επόμενος, ερχομός, παρουσία, έρχομαι, έρχομαι, έρχομαι, φτάνω, βγαίνω, καταλήγω, έρχομαι, έρχομαι, συμβαίνω, έρχομαι, έρχομαι, προέρχομαι, πηγαίνω, τελειώνω, έρχομαι, μένω, ζω, κατοικώ, έρχομαι, Δευτέρα Παρουσία, δημιουργία, γένεση, ενηλικίωση, εκδήλωση των σεξουαλικών προτιμήσεων κπ, Έφτασε!, επικείμενος, επαπειλούμενος, αποδοχή, προσέγγιση, επικείμενος, επαπειλούμενος, ερχόμενος χρόνος, επόμενος χρόνος, ιστορία ενηλικίωσης, ανακοίνωση πως κπ είναι ομοφυλόφιλος, αδιάκοπο πηγαινέλα, αδιάκοπο πηγαινέλα, τα ήθελα και τα 'παθα, συνεχίζω, συνεχίζομαι, επόμενος, ανερχόμενος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης coming
επερχόμενος, επικείμενοςadjective (approaching) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The coming oil crisis threatens the economy. Η επερχόμενη πετρελαϊκή κρίση απειλεί την οικονομία. |
ερχόμενος, προσεχής, επόμενοςadjective (next) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) What are you doing this coming week? Τι κάνεις την ερχόμενη εβδομάδα; |
ερχομόςnoun (arrival) (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) They weren't prepared for the coming of the internet revolution. Δεν ήταν προετοιμασμένοι για την έλευση της επανάστασης του ίντερνετ. |
παρουσίαnoun (appearance on earth) (εκκλησία: δευτέρα) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) They are preparing for the second coming. |
έρχομαιintransitive verb (move toward) (προχωρώ προς) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Come here and read this. Έλα εδώ να διαβάσεις κάτι. |
έρχομαιintransitive verb (arrive) (φτάνω) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) What time are they coming? Τι ώρα θα έρθουν; |
έρχομαιintransitive verb (approach in time) (χρόνος) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Winter is coming. Έρχεται ο χειμώνας. |
φτάνωintransitive verb (reach) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The bus line doesn't come this far. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Το λεωφορείο δεν έρχεται ως εδώ. |
βγαίνωintransitive verb (be available) (είμαι διαθέσιμος) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Shaving cream comes in a can. Ο αφρός ξυρίσματος διατίθεται σε μεταλλικό δοχείο. |
καταλήγωintransitive verb (reach a state, condition) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) How did you come to be a marine biologist? That shirt just won't come clean. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Πώς κατάντησες να ζητιανεύεις για να ζήσεις; |
έρχομαιintransitive verb (appear) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The rain came from nowhere. |
έρχομαι, συμβαίνωintransitive verb (occur, happen) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Good things come to those who wait. |
έρχομαιintransitive verb (occur in relation to [sth]) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Friday comes at the end of the week. |
έρχομαι, προέρχομαιintransitive verb (emanate) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) A great heat was coming from the fireplace. |
πηγαίνωintransitive verb (to fare, manage) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) How's that report coming? Πώς πάει η αναφορά; |
τελειώνω, έρχομαιintransitive verb (slang (have an orgasm) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) They came at the same time, crying out in joy. |
μένω, ζω, κατοικώintransitive verb (place: live currently) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I come from New York, although I grew up in Connecticut. |
έρχομαιintransitive verb (place: previous location) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I came from Chicago yesterday. |
Δευτέρα Παρουσίαnoun (religion: coming of Christ) (του Χριστού) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The idea of Advent was developed long after Jesus lived. Η ιδέα της Δευτέρας Παρουσίας αναπτύχθηκε αρκετό καιρό μετά από την εποχή που έζησε ο Ιησούς. |
δημιουργία, γένεσηnoun (birth, creation) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ενηλικίωσηnoun (reaching adulthood) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) "Cinema Paradiso" is a film about the coming of age of an Italian boy. |
εκδήλωση των σεξουαλικών προτιμήσεων κπnoun (announcement you are gay) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) His coming out was greeted with little surprise. |
Έφτασε!interjection (agreeing to bring [sb] [sth]) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) "I'll have the salad." "Coming right up!" |
επικείμενος, επαπειλούμενοςadjective (imminent) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The poster advertising the movie said "Coming soon". |
αποδοχήnoun (figurative (reaching acceptance) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
προσέγγισηnoun (act of joining or gathering) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The coming together of North and South Korean politicians signaled a change of policy. |
επικείμενος, επαπειλούμενοςadjective (TV show: on next) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ερχόμενος χρόνος, επόμενος χρόνοςnoun (12-month period ahead) She expects to visit four continents in the coming year. |
ιστορία ενηλικίωσηςnoun (novel, film: child becomes adult) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ανακοίνωση πως κπ είναι ομοφυλόφιλοςnoun as adjective (announcing you are gay) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) We're having a coming-out party for Jason on Friday – will you be there? |
αδιάκοπο πηγαινέλαnoun (movement: many people) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The continual coming and going of library visitors made it impossible for me to concentrate. Το αδιάκοπο πήγαινε έλα των επισκεπτών της βιβλιοθήκης δε με άφησε να συγκεντρωθώ. |
αδιάκοπο πηγαινέλαnoun (movement: one person) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τα ήθελα και τα 'παθαverbal expression (informal (deserve bad outcome) When Gina was expelled from school, everyone said she'd had it coming. |
συνεχίζω, συνεχίζομαιverbal expression (informal (be relentless) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The battle continued and the attacks kept coming. |
επόμενοςadjective (informal (day, etc.: next) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ανερχόμενοςadjective (starting to have success) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) The Answering Machine are an up-and-coming British band. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του coming στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του coming
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.