Τι σημαίνει το consider στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης consider στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του consider στο Αγγλικά.
Η λέξη consider στο Αγγλικά σημαίνει σκέφτομαι, σκέφτομαι, αναλογίζομαι, σκέφτομαι, αναλογίζομαι, θεωρώ ότι κπ είναι κτ, θεωρώ ότι κτ/κπ είναι, θεωρώ πως κτ/κπ είναι, θεωρώ ότι κπ/κτ είναι κτ, σκέφτομαι να κάνω κτ, παρατηρώ, έγινε, δεδομένων των συνθηκών, δεν θεωρώ δεδομένο, αρνούμαι να σκεφτώ κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης consider
σκέφτομαιtransitive verb (take into account) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Have you considered the long-term consequences of this decision? Έχεις λάβει υπόψη τις μακροπρόθεσμες συνέπειες αυτής της απόφασης; |
σκέφτομαι, αναλογίζομαιtransitive verb (reflect on) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Consider the implications of that discovery! Σκέψου (or: Αναλογίσου) τις συνέπειες αυτής της ανακάλυψης! |
σκέφτομαι, αναλογίζομαιtransitive verb (weigh possibilities) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) She considered her options and what to do next. Ζύγισε τις επιλογές της και τις επόμενες ενέργειές της. |
θεωρώ ότι κπ είναι κτverbal expression (with a noun: judge) Shani is considered a good student. Η Σάνυ θεωρείται καλή μαθήτρια. |
θεωρώ ότι κτ/κπ είναι, θεωρώ πως κτ/κπ είναιverbal expression (with a noun: judge as [sth]) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I consider my actions that day to be a mistake. Many consider Mozart's "Requiem" to be his masterpiece. Θεωρώ ότι οι πράξεις μου εκείνη τη μέρα ήταν λανθασμένες. |
θεωρώ ότι κπ/κτ είναι κτverbal expression (with an adjective: judge) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Many people today consider corporal punishment to be wrong. Σήμερα, πολλοί θεωρούν ότι η σωματική ποινή είναι λάθος. |
σκέφτομαι να κάνω κτverbal expression (think about doing [sth]) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Henry is considering taking up a sport. Ο Χένρι σκέφτεται να ξεκινήσει ένα άθλημα. |
παρατηρώtransitive verb (look at) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) She considered his face for a long time, and then smiled. Περιεργάστηκε το πρόσωπό του για πολύ ώρα και μετά χαμογέλασε. |
έγινεinterjection (informal (agreeing to a request to do [sth]) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I know you want the report finished tonight, so just consider it done. |
δεδομένων των συνθηκώνverbal expression (take context into account) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Before you blame him, consider the circumstances. |
δεν θεωρώ δεδομένοinterjection (be sceptical) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Don't pay attention to anything he says: consider the source. |
αρνούμαι να σκεφτώ κτverbal expression (not accept) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I'm an optimist: I refuse to consider the possibility of failure. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του consider στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του consider
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.