Τι σημαίνει το far στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης far στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του far στο Αγγλικά.

Η λέξη far στο Αγγλικά σημαίνει μακριά, άκρος, ακραίος, μακριά, πιο μακρινός, κατά, μακριά, που είναι πολύ διαφορετικός από κτ, μέχρι, τόσο εκτός θέματος, τόσο μακριά όσο, όσον με αφορά, κατά την γνώμη μου, όσον με αφορά, κατά την γνώμη μου, απ' όσο ξέρω, απ' όσο γνωρίζω, όσο γίνεται, εδώ είναι το τέρμα, όσο το δυνατό μακρύτερα, ήδη από, από, μακράν, μακριά, πιο μπροστά, πολύ πιο προχωρημένος από κπ/κτ, κατά πολύ, παντού, μακριά, μακριά, μακριά, μακριά από κπ/κτ, δεν πρόκειται να κάνω κτ, Άπω Ανατολή, της Άπω Ανατολής, άκρη, αρκετά μακριά, αρκετά, κάθε άλλο, αντί, καθόλου, μόλις έχει αρχίσει, εκ των προτέρων, πολύ λιγότερο, πολύ λιγότεροι, με μεγάλη διαφορά, πολύς περισσότερος από, κάτι παραπάνω από, μακριά, μακρινός, απόμακρος, που έχει πέσει έξω, μακριά, εκκεντρικός, ιδιόρυθμος, καταπληκτικός, εκπληκτικός, θαυμάσιος, εξαίσιος, η άλλη πλευρά, η άλλη μεριά, η άλλη άκρη, υπερβολικά, πάρα πολύ, υπέρμετρα, υπερβολικός, παράλογος, εξωφρενικός, παρατραβηγμένος, ευρύς, εξαπλωμένος, απομακρυσμένος, απόμερος, μακρινός, ευρύς, εκτεταμένος, ασυναφής, άσχετος, εύστροφος, οξυδερκής, διορατικός, προνοητικός, προνοητικός, που μπορεί να προβλέπει, σπανιότατος, πηγαίνω μπροστά, το παρακάνω, πόσο μακριά, πόσο μακριά, στον ορίζοντα, στο βαθμό, στο βαθμό που, στο μέτρο που, κοντά και μακριά, παντού, σχετικά κοντινός, σχετικά κοντινός σε, πέρα μακριά, μέχρι τώρα/στιγμής, μέχρις αυτού, σε περιορισμένο βαθμό, από όσο, μέχρι τώρα όλα καλά, όλα καλά ως τώρα, μέχρι στιγμής, ως τώρα, πολύ μακριά, αρκετά μακριά, παρατραβηγμένα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης far

μακριά

adjective (not close to [sth])

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Springfield is far from here.
Το Σπρίνγκφιλντ είναι μακριά από εδώ.

άκρος, ακραίος

adjective (extreme)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
His beliefs put him on the far right of the political spectrum.
Τα πιστεύω του τον τοποθετούν στην άκρα (or: ακραία) δεξιά του πολιτικού φάσματος.

μακριά

adverb (great distance) (απόσταση που διανύθηκε)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
She walked far this morning - almost ten kilometres.
Περπάτησε μακριά σήμερα το πρωί, σχεδόν δέκα χιλιόμετρα.

πιο μακρινός

adjective (most distant)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Jim called to his kids at the far end of the pool.

κατά

adverb (much, to a great degree)

She was far more likely to succeed than people thought.
Οι πιθανότητές της να επιτύχει, ήταν κατά πολύ περισσότερες από ότι πίστευαν οι άλλοι.

μακριά

adverb (not close to [sth])

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
She walked far away from him.
Περπάτησε μακριά του.

που είναι πολύ διαφορετικός από κτ

expression (informal (very different from)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Life in Canada is a far cry from what she's used to in Haiti.
Η ζωή στον Καναδά δεν έχει καμία σχέση με αυτή που είχε συνηθίσει στην Αϊτή.

μέχρι

expression (as distant as)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The conference attracted people from countries as far afield as Japan and South Africa.

τόσο εκτός θέματος

expression (as unlike the subject as)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τόσο μακριά όσο

preposition (the same distance as)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Our new grocery store is just as far as the old one.
Το νέο παντοπωλείο είναι τόσο μακριά όσο και το παλιό.

όσον με αφορά, κατά την γνώμη μου

adverb (in my opinion)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
As far as I'm concerned, that was the best film of the year.
Κατά τη γνώμη μου αυτή ήταν η καλύτερη ταινία της χρονιάς.

όσον με αφορά, κατά την γνώμη μου

adverb (as for me, as regards me)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
As far as I'm concerned, I never want to eat another fried alligator steak.
Όσον με αφορά, δεν θέλω να φάω τηγανητή μπριζόλα αλιγάτορα ποτέ ξανά.

απ' όσο ξέρω, απ' όσο γνωρίζω

adverb (to my knowledge)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
As far as I know, the bank approved the loan. The boss is in his office, as far as I know.
Απ' όσο ξέρω, η τράπεζα ενέκρινε το δάνειο. Το αφεντικό είναι στο γραφείο, απ' όσο γνωρίζω.

όσο γίνεται

expression (to some extent)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
This town is all right, as far as it goes, but there are probably better places to raise kids.

εδώ είναι το τέρμα

expression (the end, last stop)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Everyone get off the bus, this is as far as it goes!

όσο το δυνατό μακρύτερα

adverb (to the greatest possible extent)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Please avoid cell phone usage as far as possible during your visit.

ήδη από

preposition (long ago)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
As far back as Cleopatra's time, sugaring has been used as a hair removal technique.

από

preposition (from a point in the past)

These cave paintings are believed to date as far back as 17,000 years.

μακράν

adverb (by a large margin)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The U.S. is, by far, the largest producer of corn in the world.

μακριά

adverb (a long distance away)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The writer travelled far afield during his lifetime, exploring many areas of South-East Asia.

πιο μπροστά

adverb (in the distance in front of you)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

πολύ πιο προχωρημένος από κπ/κτ

expression (long way past [sth] or [sb])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κατά πολύ

expression (by a large margin)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παντού

expression (in or to many places)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Alice searched far and wide for the perfect place to live, but eventually she decided to live in her hometown.

μακριά

adjective (distant) (ο ένας από τον άλλο)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
China and Romania enjoy a long-standing friendship though the two countries are far apart.

μακριά

adverb (in the distance) (σε απόσταση)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I could see the skyline far away on the horizon.
Μπορούσα να δω τη γραμμή του ορίζοντα πέρα μακριά.

μακριά

adverb (at a distance)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
My family lives far away.
Η οικογένειά μου ζει μακριά.

μακριά από κπ/κτ

preposition (at a distance)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The village where I grew up is far away from here.

δεν πρόκειται να κάνω κτ

expression (express reluctance to do [sth])

Άπω Ανατολή

noun (eastern Asia)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Traders brought valuable spices to Europe from the Far East.

της Άπω Ανατολής

adjective (of or from Eastern Asia)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

άκρη

noun (furthest part, limit)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The station is situated at the far end of the village.

αρκετά μακριά

adverb (a sufficient distance)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

αρκετά

adverb (figurative (to a sufficiently extreme degree)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

κάθε άλλο

(not at all)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The dish is far from delicious. This competition is far from over.
Το πιάτο κάθε άλλο παρά νόστιμο είναι. Ο διαγωνισμός κάθε άλλο παρά τελείωσε.

αντί

expression (instead of)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Far from feeling satisfied with her present job, she decided to look for another.
Αντί να είναι είναι ευχαριστημένη με την τωρινή της δουλειά, αποφάσισε να ψάξει άλλη.

καθόλου

interjection (informal (not at all)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Am I bored since I retired? Far from it! I'm busier than ever!

μόλις έχει αρχίσει

adjective (informal (not nearly finished)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
It was already midnight, but the party was far from over.

εκ των προτέρων

adverb (a long time beforehand)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πολύ λιγότερο

adjective (not nearly so, nowhere near as)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
My sister loves meeting new people; she is far less shy than I am.

πολύ λιγότεροι

adjective (not nearly as much)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
I watch far less TV than I used to.

με μεγάλη διαφορά

adverb (to a much lesser degree)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
I play guitar far less since taking up the piano.

πολύς περισσότερος από

preposition (a much greater quantity than)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
The Chinese army has far more than a few thousand soldiers.

κάτι παραπάνω από

expression (to a much greater degree than)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
After she cheated on him, Mike was far more than just mad at her.

μακριά

adverb (in the distance)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Far off, Eric could just make out a village.

μακρινός, απόμακρος

adjective (distant)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I'd love to be able to travel to far-off lands and have adventures.

που έχει πέσει έξω

adjective (figurative, informal (estimate: inaccurate)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Your estimate wasn't far off.

μακριά

adverb (into the distance)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The current caused the boy's inflatable boat to drift far out to sea.

εκκεντρικός, ιδιόρυθμος

adjective (figurative, slang (eccentric)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
That Howard Hughes dude was far out.

καταπληκτικός, εκπληκτικός, θαυμάσιος, εξαίσιος

interjection (figurative, dated, slang (amazing)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
You're having a 70s-themed party on Friday? Far out!

η άλλη πλευρά, η άλλη μεριά, η άλλη άκρη

noun (the other side)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

υπερβολικά, πάρα πολύ, υπέρμετρα

adverb (excessively)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
She was far too skinny to be attractive.

υπερβολικός, παράλογος, εξωφρενικός, παρατραβηγμένος

adjective (implausible, extreme)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Conrad's story was too far-fetched to be believable. I find some of the characters he writes about a little far-fetched.

ευρύς, εξαπλωμένος

adjective (found over a wide area)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Rome found it increasingly difficult to control its far-flung empire.

απομακρυσμένος, απόμερος, μακρινός

adjective (distant, remote)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The missionaries were sent to a far-flung outpost in the tropics.

ευρύς, εκτεταμένος

adjective (having an extensive influence)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The President demanded far-reaching reforms. The reaction to the arrest was far-reaching and will affect people across the country.

ασυναφής, άσχετος

adjective (unrelated)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Adam felt at peace in the mountain cabin, far removed from the bustle of city life.

εύστροφος, οξυδερκής, διορατικός, προνοητικός

adjective (shrewd, having foresight)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

προνοητικός

adjective (figurative (prudent, planning for the future)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που μπορεί να προβλέπει

adjective (figurative (having foresight)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σπανιότατος

adjective (colloquial (rare)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
These days, public telephone boxes are few and far between.
Στην εποχή μας οι τηλεφωνικοί θάλαμοι είναι σπανιότατοι.

πηγαίνω μπροστά

intransitive verb (figurative (be successful) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
My sister's a very talented writer - she'll go far.

το παρακάνω

verbal expression (figurative (take [sth] past acceptable limits)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I've warned you about your disobedience before but this time you've gone too far!

πόσο μακριά

expression (to or at what distance?)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
How far is it to the nearest gas station from here? How far can you go on one tank of gas?
Πόσο μακριά είναι το κοντινότερο βενζινάδικο από εδώ;

πόσο μακριά

expression (to or at what distance)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
This app tells me how far I have jogged.

στον ορίζοντα

expression (visible a long way off)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στο βαθμό

adverb (rare, formal (to such an extent)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
All these issues are in so far a cause of difficulty that we cannot ignore them.

στο βαθμό που, στο μέτρο που

conjunction (to the extent that, in that)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Both ideas, insofar as they can be called 'ideas', are equally preposterous.

κοντά και μακριά

adjective (close and distant)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Focusing the camera can be a problem in shots where objects are near and far.

παντού

adverb (everywhere)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
We hunted near and far for that missing shoe. People came from near and far to see the boy wonder play the piano.

σχετικά κοντινός

adjective (fairly close)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The cinema is not far; it's just two blocks from here.

σχετικά κοντινός σε

expression (fairly close to)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The park is not far from here, carry on down this street then turn left.
Το πάρκο είναι σχετικά κοντά, συνέχισε ευθεία και έπειτα στρίψε αριστερά.

πέρα μακριά

expression (into the distance)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The horseman disappeared over the hills and far away.

μέχρι τώρα/στιγμής

adverb (up until now)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Harry is learning to bake; so far, he has made a sponge cake and some banana muffins.

μέχρις αυτού, σε περιορισμένο βαθμό

adverb (to a limited extent)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The road's closed: you can only go so far before you have to turn round.

από όσο

conjunction (as far as, in as much as)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
So far as I know, everything's still going well on the project.
Από όσο ξέρω, όλα πάνε ακόμα καλά με το πρότζεκτ.

μέχρι τώρα όλα καλά, όλα καλά ως τώρα

interjection (all is well up to this point)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
How do I like retirement? So far so good. But ask me again in six months.
Πώς μου φαίνεται η σύνταξη; Μέχρι τώρα όλα καλά. Αλλά ρώτα με ξανά σε έξι μήνες.

μέχρι στιγμής, ως τώρα

adverb (up to now)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Thus far we have only finished chapter four. It's not been an easy road thus far.
Μέχρι στιγμής έχουμε τελειώσει μόνο το κεφάλαιο τέσσερα. Δεν ήταν εύκολος ο δρόμος ως τώρα.

πολύ μακριά, αρκετά μακριά

adverb (literal (distance: further than necessary)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I wanted to walk to Paris but it was too far for me.

παρατραβηγμένα

adverb (figurative (past acceptability) (μεταφορικά)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Carol's one of those people who take things too far in an argument.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του far στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του far

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.