Τι σημαίνει το go through στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης go through στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του go through στο Αγγλικά.

Η λέξη go through στο Αγγλικά σημαίνει διασχίζω, περνώ, περνάω, διασχίζω, περνώ, ψάχνω σε κτ, χρησιμοποιώ, καταναλώνω, ολοκληρώνομαι, τελειώνω, ακολουθώ, περνάω δύσκολη περίοδο, χτυπάω ταβάνι, κάνω κτ με μισή καρδιά, ανεβαίνω στα ύψη, κάνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης go through

διασχίζω, περνώ

(cross)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
To go through the border checkpoint, you needed a valid passport.
Για να διασχίσεις (or: περάσεις) τον έλεγχο στα σύνορα, χρειαζόσουν ένα έγκυρο διαβατήριο.

περνάω

(figurative (endure, suffer)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Having grown up in Rwanda, Joe had gone through much torment, making him the man he is today.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ο Νίκος πέρασε πολλά στην παιδική του ηλικία.

διασχίζω, περνώ

(pass through: tunnel)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The hunters had to go through a cluster of trees to get to the wounded deer.
Οι κυνηγοί έπρεπε να διασχίσουν μια συστάδα δέντρων για να προσεγγίσουν το τραυματισμένο ελάφι.

ψάχνω σε κτ

(search, review)

I went through all my sketchbooks trying to find my favourite drawing of the oak tree.
Έψαξα σε όλα τα μπλοκ ζωγραφικής προσπαθώντας να βρω το αγαπημένο μου σχέδιο με τη βελανιδιά.

χρησιμοποιώ, καταναλώνω

phrasal verb, transitive, inseparable (informal (use up)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I went through all my clean clothes for the week!
Χρησιμοποίησα όλα τα καθαρά ρούχα της εβδομάδας!

ολοκληρώνομαι, τελειώνω

phrasal verb, intransitive (informal (be completed, authorized)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
We had to wait for the loan to go through before we could buy the house.

ακολουθώ

(do as planned) (σχέδιο, πρόγραμμα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The city council is going through with its plans to widen the road.

περνάω δύσκολη περίοδο

verbal expression (informal, figurative (experience difficult time)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Pippa has a lot of problems at the moment; she's going through a rough patch.

χτυπάω ταβάνι

verbal expression (figurative, informal (cost: be high) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Pork futures went through the ceiling today at three dollars and forty-two cents per pound.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η τιμή του πετρελαίου χτύπησε ταβάνι, ξεπερνώντας τη χτεσινή κατά 10%.

κάνω κτ με μισή καρδιά

verbal expression (do something half-heartedly)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ανεβαίνω στα ύψη

expression (price, number: rise dramatically) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω

verbal expression (informal (do [sth] daunting)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Bethan had doubts about applying for the job, but eventually went through with it.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του go through στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του go through

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.