Τι σημαίνει το haché στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης haché στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του haché στο Γαλλικά.

Η λέξη haché στο Γαλλικά σημαίνει ψιλοκομμένος, κομμένος σε κιμά, τσεκούρι, κιμάς, τμηματικός, αποσπασματικός, σπαστός, διακεκομμένος, κιμάς, μοσχαρίσιος κιμάς, κιμάς, κιμάς, ψιλοκόβω, κόβω σε μικρά κομμάτια, κάνω κτ κιμά, κόβω κτ σε κιμά, κάνω κτ κιμά, ψιλοκόβω, περνάω από πρέσα, κόβω, τεμαχίζω, ψιλοκόβω, μπιφτέκι, πολεμικό τσεκούρι, πολεμικό τσεκούρι, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, κιμάς, μπιφτέκι, μπιφτέκι, συμφιλιώνομαι, τείνω κλάδο ελαίας, μπιφτέκι, αυτός που χρησιμοποιεί τσεκούρι, . Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης haché

ψιλοκομμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

κομμένος σε κιμά

adjectif (viande)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τσεκούρι

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ce chêne est bien trop grand pour être coupé avec une hache.
Η βελανιδιά είναι πολύ ογκώδης για να κοπεί με τσεκούρι.

κιμάς

adjectif (viande)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Le bœuf haché a été transformé en biftecks hachés.

τμηματικός, αποσπασματικός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
J'aime la flexibilité d'être indépendant mais le travail peut être décousu.

σπαστός, διακεκομμένος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κιμάς

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Tom a acheté de la viande hachée fraîche chez le boucher.
Ο Τομ αγόρασε λίγο φρέσκο κιμά από το χασάπη.

μοσχαρίσιος κιμάς

La viande hachée vient souvent de plusieurs vaches différentes.
Το κρέας για τον μοσχαρίσιο κιμά συνήθως προέρχεται από πολλές και διαφορετικές αγελάδες.

κιμάς

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κιμάς

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Maman a besoin d'une livre de viande hachée pour faire des boulettes de viande.
Η μαμά χρειάζεται μισό κιλό κιμά για να φτιάξει κεφτεδάκια.

ψιλοκόβω, κόβω σε μικρά κομμάτια

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Hacher les oignons et les mettre dans la poêle.
Ψιλοκόψτε τα κρεμμύδια και προσθέστε τα στο τηγάνι.

κάνω κτ κιμά

verbe transitif (de la viande)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Maggi hachait de la viande pour en faire des steaks tandis que Tom allumait le gril.
Η Μάγκι έκανε το κρέας κιμά για τα μπιφτέκια όσο ο Τομ άναβε το γκριλ.

κόβω κτ σε κιμά, κάνω κτ κιμά

verbe transitif (la viande)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Karen a haché de la viande pour faire des saucisses.
Η Κάρεν έκανε λίγο κρέας κιμά για λουκάνικα.

ψιλοκόβω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le cuisinier a haché des patates pour le petit déjeuner.
Ο μάγειρας ψιλόκοψε λίγες πατάτες για πρωινό.

περνάω από πρέσα

verbe transitif (Culinaire) (για να πάρει διαστάσεις ρυζιού)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Nathan a haché les pommes de terre.

κόβω, τεμαχίζω

(Cuisine)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Hachez l'oignon avant de le plonger dans le bouillon.
Ψιλοκόψτε το κρεμμύδι πριν το προσθέσετε στο στιφάδο.

ψιλοκόβω

(Cuisine)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Richard a haché (or: coupé) les légumes et les a mis dans la poêle.
Ο Ρίτσαρντ ψιλόκοψε τα λαχανικά για το τηγάνι.

μπιφτέκι

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
On n'a qu'à faire griller des steaks hachés pour le dîner.
Ας ετοιμάσουμε μπιφτέκια στη σχάρα για βραδινό.

πολεμικό τσεκούρι

nom féminin

πολεμικό τσεκούρι

nom féminin (arme) (ιστορικό: μεσαίωνας)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

nom masculin

κιμάς

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

μπιφτέκι

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μπιφτέκι

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

συμφιλιώνομαι

locution verbale (figuré)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Enterrons la hache de guerre. Nous sommes amis depuis trop longtemps pour nous disputer.

τείνω κλάδο ελαίας

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μπιφτέκι

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Papa vient de poser les steaks hachés sur le grill.
Ο μπαμπάς μόλις έβαλε τα μπιφτέκια στο γκριλ.

αυτός που χρησιμοποιεί τσεκούρι

(métier)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

nom féminin (outil du bûcheron)

L'arbre tomba après plusieurs coups de hache.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του haché στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του haché

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.