Τι σημαίνει το crying στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης crying στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του crying στο Αγγλικά.

Η λέξη crying στο Αγγλικά σημαίνει κλάμα, αναθεματισμένος, κραυγαλέος, κλαίω, κλαίω για κτ/κπ, κλαίω, αναφωνώ, ουρλιάζω, φωνή, κραυγή, κραυγή, φωνή, ουρλιαχτό, φωνές, κλάμα, ουρλιάζω, χύνω, ξεσπάω σε κλάματα, βάζω τα κλάματα, δεν έχει νόημα να κλαις πάνω από το χυμένο γάλα, κρίμα κι άδικο, ντροπή, σημαίνω συναγερμό αδικαιολόγητα, για όνομα του θεού! έλεος!. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης crying

κλάμα

noun (uncountable (tears, act of weeping)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The baby's insistent crying woke up the dog.

αναθεματισμένος

adjective (US, informal, figurative (intensifier)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
He can't spend a crying dollar of his inheritance until he is 25.

κραυγαλέος

adjective (dated, figurative (demanding attention) (μεταφορικά, συνήθως κακό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He considered it a crying scandal that the returning soldiers got so little assistance.

κλαίω

intransitive verb (weep)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
She cried when her father died.
Έκλαψε όταν πέθανε ο πατέρας της.

κλαίω για κτ/κπ

(shed tears for)

The little boy was crying about being punished. What on earth are you crying about?
Το μικρό αγόρι έκλαιγε γιατί το τιμώρησαν. Γιατί στο καλό κλαις;

κλαίω

(figurative (mourn, lament) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
There is no point in crying about a situation you cannot change.
Δεν υπάρχει λόγος να κλαις για μια κατάσταση που δεν μπορείς να αλλάξεις.

αναφωνώ

intransitive verb (shout words)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
"I'm exhausted!" she cried, collapsing onto the sofa.
«Είμαι εξαντλημένη!» αναφώνησε, ενώ σωριάζονταν στον καναπέ.

ουρλιάζω

intransitive verb (scream, wail)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The prisoner cried in agony as he was tortured.
Ο κρατούμενος ούρλιαζε απεγνωσμένα ενώ τον βασάνιζαν.

φωνή, κραυγή

noun (shout) (για κάτι)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
You could hear the children's cries as they played.
Ακούγονταν φωνές των παιδιών που έπαιζαν.

κραυγή, φωνή

noun (often plural (appeal, call) (για κάτι)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
You could hear the victim's cries from the next street as the attacker hit her.
Ακούγονταν οι κραυγές του θύματος από τον διπλανό δρόμο καθώς της επιτέθηκε ο δράστης.

ουρλιαχτό

noun (animal sound)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The cry of the loon is a frightening sound.

φωνές

noun (demand) (αίτημα, απαίτηση)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The cries of the voters for tax relief will influence the politicians.
Οι φωνές των ψηφοφόρων για φοροαπαλλαγές θα ασκήσουν επιρροή στους πολιτικούς.

κλάμα

noun (informal (weeping)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I had a good cry at the end of that movie.

ουρλιάζω

intransitive verb (animal: make sound)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
When disturbed, the animal will cry mournfully to frighten the predators.

χύνω

transitive verb (weep: tears) (δάκρυα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The tears that she cried flowed down her face.

ξεσπάω σε κλάματα

verbal expression (start weeping suddenly)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βάζω τα κλάματα

verbal expression (US, informal (start weeping suddenly)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δεν έχει νόημα να κλαις πάνω από το χυμένο γάλα

expression (figurative (it's pointless to regret what is done) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κρίμα κι άδικο

noun (informal ([sth] considered sad, unfortunate) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
She thought it was a crying shame that her son's sporting career had to end when he injured his knee.

ντροπή

noun (informal ([sth] shameful)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σημαίνω συναγερμό αδικαιολόγητα

noun (figurative (creating a false alarm)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

για όνομα του θεού! έλεος!

interjection (exasperation)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
For crying out loud, how many times do I have to tell you to clean your room?

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του crying στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του crying

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.