Τι σημαίνει το crushing στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης crushing στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του crushing στο Αγγλικά.

Η λέξη crushing στο Αγγλικά σημαίνει συντριπτικός, εξοντωτικός, αποφασιστικός, κρίσιμος, συντριπτικός, καταστρεπτικός, ολέθριος, σπάω, αλέθω, θρυμματίζω, στύβω, συνθλίβω, συντρίβω, στενοχωριέμαι, καταστενοχωριέμαι, κοσμοσυρροή, καψούρα, σύνθλιψη, συντριβή, σπρώχνομαι, αγκαλιάζω σφιχτά κπ, πάρα πολύ δυνατός, επίπονος, μεγάλη απογοήτευση, σκέτη απογοήτευση, ήττα κατά κράτος, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, κακεντρεχής κριτική. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης crushing

συντριπτικός, εξοντωτικός

adjective (hit, blow: destructive) (χτύπημα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A crushing blow sent him reeling across the room.
Ένα συντριπτικό χτύπημα τον έκανε να γυρνάει σβούρες στο δωμάτιο.

αποφασιστικός, κρίσιμος

adjective (figurative (defeat: forceful, decisive) (ήττα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The last-minute defeat was a crushing blow for the team.
Η ήττα της τελευταίας στιγμής ήταν ένα κρίσιμο χτύπημα για την ομάδα.

συντριπτικός, καταστρεπτικός, ολέθριος

adjective (figurative (emotionally: devastating) (συναισθηματικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The news of her sister's death was crushing.

σπάω

transitive verb (press with destructive force)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He crushed the nut to break it into many pieces.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Το εμπορευματοκιβώτιο έπεσε πάνω σε δύο αμάξια και τα συνέτριψε.

αλέθω

transitive verb (pound into small particles or powder)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The chef crushed the cinnamon sticks into a powder.
Ο μάγειρας άλεσε τα ξύλα κανέλας σε σκόνη.

θρυμματίζω

transitive verb (ice: break into tiny pieces)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Crush the ice in a blender.
Θρυμμάτισε τον πάγο σε ένα μπλέντερ.

στύβω

(extract liquid)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They crushed the juice from an orange to make a drink.
Έστυψαν τον χυμό από ένα πορτοκάλι για να φτιάξουν ένα ποτό.

συνθλίβω

transitive verb (crumple, make smaller)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She crushed the can with her foot. Being packed in a suitcase has completely crushed my clothes; I need to iron them all now!
Σύνθλιψε το κουτί της κονσέρβας με το πόδι της.

συντρίβω

transitive verb (figurative (defeat thoroughly) (νικώ κατά κράτος)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Our army completely crushed the enemy. The away team crushed the home players, beating them 33 to 12.
Ο στρατός μας συνέτριψε ολοσχερώς τον εχθρό. Η εκτός έδρας ομάδα κατατρόπωσε την τοπική ομάδα νικώντας την, 33-12.

στενοχωριέμαι, καταστενοχωριέμαι

transitive verb (figurative (upset)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Julie was crushed by the news that she hadn't got into the course she wanted to do.
Η Τζούλι καταστενοχωρήθηκε όταν έμαθε πως δεν μπήκε στον πρόγραμμα σπουδών που επιθυμούσε.

κοσμοσυρροή

noun (figurative (large throng, crowd)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There was a crush of students at the bookstore on the first day of classes.
Υπήρχε κοσμοσυρροή (or: πλήθος) μαθητών στο βιβλιοπωλείο την πρώτη μέρα των μαθημάτων.

καψούρα

noun (informal (temporary infatuation) (καθομιλουμένη: έρωτας)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Crushes are common among teenagers.
Είναι σύνηθες για τους εφήβους να δαγκώνουν τη λαμαρίνα.

σύνθλιψη, συντριβή

noun (act of crushing)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
His ship was trapped in the crush of the ice.

σπρώχνομαι

intransitive verb (move by pressing or crowding)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
After the concert, the crowd crushed towards the exit doors.

αγκαλιάζω σφιχτά κπ

transitive verb (figurative (hug with force)

Shireen's dad crushed her affectionately in his arms.

πάρα πολύ δυνατός

adjective (figurative (forceful)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
I like firm handshakes: neither wimpy, nor bone-crushing.
Μου αρέσουν οι σφιχτές χειραψίες. Δεν θέλω να είναι ούτε χλιαρές ούτε να σου σπάνε τα κόκαλα.

επίπονος

adjective (figurative (painful) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Harvesting vegetables is bone-crushing work.

μεγάλη απογοήτευση, σκέτη απογοήτευση

noun (figurative (great disappointment)

ήττα κατά κράτος

noun (figurative (total defeat) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The Battle of Waterloo was a crushing defeat for Napoleon Bonaparte.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

noun (painful sensation of pressure)

κακεντρεχής κριτική

noun (figurative (brutal criticism) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The actor tried to ignore the critics' crushing remarks about his performance.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του crushing στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του crushing

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.