Τι σημαίνει το des στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης des στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του des στο ισπανικά.

Η λέξη des στο ισπανικά σημαίνει D, d, ρε, χαζεύω έξω, δίνω, εκπέμπω, βγάζω, δίνω, αυξάνω, με πιάνει, δίνω, βγάζω, χτυπάω, χτυπώ, δίνω, χτυπάω, χτυπώ, βαθμολογώ κτ με κτ, απονέμω κτ σε κπ, δίνω, έχει, δείχνει, παίζει, βλέπω, κοιτάζω, βλέπω, παίζομαι, παίζω, δίνω, δίνω, δίνω, δίνω, διοργανώνω, δείχνω, παίζω, προβάλλω, Ντέλαγουερ, απο-, από, από, κάτω από, -, -, του, από, του, αφορώ, από, με, του, από, από, σε, σχετικά με, από, του, από, του, από, του, από, έξω από, από, να, -, σχεδόν το ίδιο, κατά τη διάρκεια, του, από, από, από, από, από, από, από, του, εκ μέρους, από την πλευρά, σε σχέση με κπ/κτ, από, από, από, -, σε, από, εκ-, απο-, α-. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης des

D, d

nombre femenino

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
¿Tu apellido empieza con t o con d?
Το επώνυμό σου ξεκινάει με Τ ή με D;

ρε

(música) (νότα)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
La primera nota en la cuarta escala debería ser re.
Η πρώτη νότα στο 4ο μέτρο θα πρέπει να είναι η «ρε».

χαζεύω έξω

(ventana, puerta) (μτφ: κοιτάω)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Hay una ventana que da al jardín, por ahí entró el ladrón.

δίνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εκπέμπω

(calor)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Las estrellas dan calor y luz.

βγάζω

verbo transitivo (λόγο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ella dio un discurso sobre biología molecular.
Έβγαλε λόγο με θέμα τη μοριακή βιολογία.

δίνω

(κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Por favor dale este formulario a tus padres.
Παρακαλώ δώσε αυτή την αίτηση στους γονείς σου.

αυξάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

με πιάνει

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No entiendo qué me dio, pero no puedo parar de llorar.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Δεν ξέρω τι με έπιασε αλλά δεν μπορώ να σταματήσω να κλαίω.

δίνω

verbo transitivo (κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¿Puedes darme algo de comer?
Μπορείς να μου δώσεις κάτι να φάω;

βγάζω

(καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Después de muchos años de sequía, el manzano finalmente dio frutos.
Μετά από πολλά χρόνια ξηρασίας, η μηλιά παρήγαγε επιτέλους καρπούς.

χτυπάω, χτυπώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El reloj dio las tres.
Το ρολόι χτύπησε τρεις.

δίνω

verbo transitivo (κτ σε κπ/κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los anteojos le daban a Dan un aire de sofisticación.
Τα γυαλιά έδιναν στον Μπράιαν ένα σοφιστικέ στυλ.

χτυπάω, χτυπώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El reloj dio las 10.
Το ρολόι σήμανε δέκα.

βαθμολογώ κτ με κτ

(calificación)

Le doy a este libro cinco estrellas.
Βαθμολογώ αυτό το βιβλίο με πέντε αστέρια.

απονέμω κτ σε κπ

verbo transitivo (premio)

Le dieron el Oscar por Mejor Película a "12 Años de Esclavitud".
Απένειμαν το Όσκαρ καλύτερης φωτογραφίας στην ταινία «12 χρόνια σκλάβος».

δίνω

verbo transitivo (asignar) (κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Después de tres entrevistas de trabajo le dieron el puesto.
Μετά από τρεις συνεντεύξεις, της έδωσαν τη δουλειά.

έχει, δείχνει, παίζει

(televisión) (η τηλεόραση, το ράδιο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Están dando tu programa favorito.
Έχει (or: δείχνει) την αγαπημένη σου εκπομπή.

βλέπω, κοιτάζω

(μεταφορικά: έχω θέα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Esta casa tiene cinco ventanas que dan a la calle.
Αυτό το σπίτι έχει πέντε παράθυρα που βλέπουν (or: κοιτάζουν) στον δρόμο.

βλέπω

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Nuestro dormitorio dar hacia el este.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Το δωμάτιό μας βλέπει την ανατολή.

παίζομαι, παίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
¿Qué películas dan en el cine esta semana?

δίνω

(κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Me da un gran placer darte la bienvenida esta noche.

δίνω

verbo transitivo (κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dales nuestros más cariñosos saludos.

δίνω

(κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¿Cuántas aspirinas le debo dar?

δίνω

(παράδειγμα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Deberías dar un buen ejemplo a tu hermano menor.

διοργανώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dimos una fiesta para celebrar nuestra nueva casa.

δείχνω, παίζω, προβάλλω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Están dando una repetición de esa comedia que solía gustarte.

Ντέλαγουερ

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Mis padres viven en Newark, DE.

απο-

prefijo

από

preposición

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Las mujeres de Francia son hermosas.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Η ετικέτα στο μπουκάλι του κρασιού έγραφε: "Προϊόν από την Ισπανία".

από

preposición

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
El vaso se cayó de la mesa.
Το ποτήρι έπεσε από το τραπέζι.

κάτω από

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

-

preposición (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

-

preposición (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Debe haber un año de trabajo aquí.
Πρέπει να υπάρχει δουλειά ενός χρόνου που πρέπει να γίνει.

του

preposición (autor)

(άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).)
Hamlet es una obra de Shakespeare.
Ο Άμλετ είναι ένα έργο του Σέξπιρ.

από

preposición

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Vivimos a tres millas del aeropuerto.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Το χωριό του είναι μόλις 20 χιλιόμετρα έξω από την Αθήνα.

του

preposición

(άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).)
Uno de mis tíos es médico.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Είναι φίλη του γείτονά μου.

αφορώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Fui a la biblioteca a buscar un libro de insectos.
Πήγα στη βιβλιοθήκη να βρω ένα βιβλίο για τα έντομα.

από

preposición

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Yo soy de Noruega.
Είμαι από τη Νορβηγία.

με

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Es el de la camisa azul oscura.
Είναι αυτός με το σκούρο μπλε πουκάμισο.

του

preposición

(άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).)
No estoy familiarizado con las obras de Peirce.
Δεν είμαι εξοικειωμένος με τα γραπτά του Πιρς.

από

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
La tienda abre de martes a sábado.
Το κατάστημα είναι ανοιχτό από Τρίτη έως Σάββατο.

από

preposición

La vasija está hecha de plástico.
Αυτό το μπολ είναι φτιαγμένο από πλαστικό.

σε

preposición

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
El cinturón de su capa era rojo.
Η ταινία στη μπέρτα του ήταν κόκκινη.

σχετικά με

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¿Qué opinas del discurso del presidente?
Ποια είναι η άποψή σου για τον λόγο του προέδρου;

από

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
El ejercito existe para protegernos de una invasión.
Ο στρατός υπάρχει για να μας παρέχει προστασία απένταντι σε εισβολές.

του

preposición

(άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).)
El fondo de la habitación estaba tranquilo.
Το πίσω μέρος του δωματίου ήταν ήσυχο.

από

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Bebo de dos a cuatro cervezas los viernes por la noche.
Πίνω από δύο μέχρι τέσσερις μπύρες κάθε Παρασκευή βράδυ. Διατίθενται εισιτήρια από εκατό δολάρια.

του

preposición

(άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).)
La economía es la causa de la crisis.
Η οικονομία είναι η αιτία της κρίσης.

από

preposición

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Todos los muebles son de pino.
Όλα τα έπιπλα είναι φτιαγμένα από πεύκο.

του

preposición

(άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).)
Pedaleamos durante una distancia de 30 millas.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Η απόσταση των 30 μιλίων μας φάνηκε υπερβολική.

από

preposición

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Hay una ciudad al norte de aquí.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Νότια της πόλης υπάρχει μια αχανής λίμνη.

έξω από

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Salió de la casa.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Βγήκε έξω από το σπίτι.

από

preposición

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Sacó las piezas de la caja grande.
Έβγαλε τα ανταλλακτικά από το μεγάλο κουτί. Έμεινε μακριά από τα παιδιά της για μέρες.

να

preposición

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
La secretaria está cansada de escribir a máquina.
Η γραμματέας βαρέθηκε να δακτυλογραφεί.

-

preposición (grupo) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
La multitud era de mil personas.
Το πλήθος αποτελείτο από 1000 άτομα. Εμφανίστηκαν 100 εθελοντές για τον καθαρισμό της παραλίας.

σχεδόν το ίδιο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Los dos hombres estaban en la misma clase, así que son de la misma edad.

κατά τη διάρκεια

(día, noche)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La calle es muy ruidosa de día, pero de noche está tranquila.
Ο δρόμος είναι πολύβουος την ημέρα αλλά πολύ ήσυχος τη νύχτα.

του

preposición (caballo, hijo de)

(άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).)
Screaming Thunder, hijo de Screaming Eagle, ganó el Derby.

από

preposición

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
¡Nos libraste de un sermón realmente aburrido!

από

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Este saco te protegerá del frío.

από

preposición

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Toda nuestra información proviene de fuentes públicas. Este saco fue un regalo de mi mamá por mi cumpleaños.

από

preposición

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Estas cifras son distintas de las que vimos ayer.

από

preposición

Hay una ciudad a cinco millas de aquí.

από

preposición

Él fue privado de su turno.
Στερήθηκε τη σειρά του.

από

preposición

Sus colegas hacen que John se sienta como uno de ellos.

του

preposición

(άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).)
La duquesa era una mujer de finura.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Είναι άθρωπος της ησυχίας.

εκ μέρους, από την πλευρά

preposición

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Darme un regalo fue muy amable de tu parte.
Ήταν ωραίο εκ μέρους σου (or: από την πλευρά σου) να μου κάνεις ένα δώρο.

σε σχέση με κπ/κτ

preposición

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Josh dice que es primo tercero del presidente.

από

preposición

Conseguí los diamantes de él a buen precio.

από

preposición

La tapa se cayó del pote y llegó hasta el piso.

από

preposición

Murió de pena.
Πέθανε από ραγισμένη καρδιά.

-

preposición (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
La carta terminaba con un "Hablamos pronto. De Juan".

σε

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Dos de cinco estudiantes admiten jugar videojuegos en vez de estudiar.

από

preposición

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Esta ropa está hecha enteramente de materiales reciclables.

εκ-

prefijo

απο-

prefijo

α-

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του des στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του des

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.