Τι σημαίνει το un στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης un στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του un στο ισπανικά.

Η λέξη un στο ισπανικά σημαίνει ένας, μία/μια, ένα, ένας, ο κάθε, ένας, μία/μια, ένα, ατομικός, ένας, μια, ένα, ένας, ενός, ένας, κάποιος, τρελός, παλαβός, πολύ δημοφιλής, που μπορεί να γεφυρωθεί, λιονταρίσιος, όμοιος με γύπα, που μοιάζει με γύπα, βαριεστημένος μέχρι θανάτου, υπερβολικός, υπέρμετρος, έχω μια δόση, σαν ταύρος, ανθρωπόμορφος, γλυκούτσικος, εξαιρετικά, εξαίσια, καταπληκτικά, στιγμιαία, εκλεπτυσμένα, -, μόλις τώρα, υπερβολικά, σε μεγάλο βαθμό, στο πι και φι, στιγμιαία, στο παρελθόν, για αρκετή ώρα, ατέλειωτα, σε γύψο, στόχευση, προϋπολογισμός, διαφήμιση υπό μορφή άρθρου, απεμπλοκή, απελευθέρωση, απόσπαση, σωρός χώματος γύρω από αεραγωγό τυφλοπόντικα, τίποτα, διαδηλωτής, που κάνει πικνίκ, χασομέρης, σύμβολο σε σχήμα καρδιάς, τα μαλλιά της κεφαλής μου, αξίωση που πληροί τις προϋποθέσεις, σταλιά, αναδοχή, συμβιβασμός, μιλιούνια, επισκιάζω, ρίχνω μια ματιά, αρπάζω κρύωμα, παρανομώ, κάνω μπάνιο, κάνω ένα ντους, δεν δίνω δεκάρα, αδιαφορώ για κπ/κτ, ελίσσομαι, έχω οργασμό, χέζω, ταξιδεύω, γαμιέμαι, φιλιέμαι, ρίχνω μια ματιά, προμηνύω, προοιωνίζομαι, πηγαινοέρχομαι, περνώ φευγαλέα, ορμώ, χιμάω, αποβάλλω, περπατώ αδιάφορα, γαμιέμαι, πηδιέμαι, επιβιβάζομαι, παρακολουθώ, κάνω περίπατο, ξεσκονίζω, φρεσκάρω, κιοτεύω, σηκώνομαι απότομα, χτυπάω, δαγκώνω, λύνω, τινάζω, τοποθετώ μόσχευμα, ρίχνω μια γρήγορη ματιά σε κτ, χαστουκίζω, συνεισφέρω, προσφέρω, αντικειμενοποιώ, φιλάω, φιλώ, ανακοστολογώ, ανατιμολογώ, μωλωπίζω, κρηπιδώνω, κάνω ξόρκι, κάνω μάγια, μαγεύω, αφήνω στην άκρη, κάνω κτ στην άκρη, χάνω τις αισθήσεις μου, βάζω στην άκρη, πλαισιώνω, προτείνω, αποτυπώνω, σκιαγραφώ, αποτρέπω, αποθαρρύνω, ετοιμάζω, προετοιμάζω, έχω κτ ως δευτερογενές αποτέλεσμα, ουσιαστικός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης un

ένας, μία/μια, ένα

artículo

Hay un monstruo debajo de mi cama.
Υπάρχει ένα τέρας κάτω από το κρεβάτι μου.

ένας

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Solo necesito una cebolla para esta receta.
Χρειάζομαι μόνο ένα κρεμμύδι για αυτήν τη συνταγή.

ο κάθε

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Un auto me parece igual al otro.
Κάθε αυτοκίνητο μου μοιάζει λίγο πολύ με το άλλο.

ένας, μία/μια, ένα

(cien, mil)

Debe de tener mil libros. ¡Acabo de ganar mil libras!
Μόλις κέρδισα ένα εκατομμύριο λίρες!

ατομικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Pidió una ración de patatas fritas.
Παρήγγειλε μια ατομική μερίδα τηγανητές πατάτες.

ένας, μια, ένα

artículo

(άρθρο αόριστο: Δεν δηλώνει συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ένας, μία, ένα).)
A Harry le gusta desayunar una tortilla francesa.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Η Τάνια τρώει παγωτό. Στον Χάρι αρέσει να τρώει ομελέτα για πρωινό.

ένας

artículo

(άρθρο αόριστο: Δεν δηλώνει συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ένας, μία, ένα).)
Este es un momento histórico.
Ήταν μια ιστορική στιγμή.

ενός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Trágicamente, el elefante murió con solo un año.

ένας, κάποιος

expresión

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Un tal Mr. Smith pidió hablar contigo.

τρελός, παλαβός

(coloquial)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πολύ δημοφιλής

(coloquial) (μεγάλη δημοτικότητα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που μπορεί να γεφυρωθεί

(κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

λιονταρίσιος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

όμοιος με γύπα, που μοιάζει με γύπα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βαριεστημένος μέχρι θανάτου

(coloquial) (μεταφορικά)

El documental de pesca era aburridísimo y no podía esperar a que terminara.

υπερβολικός, υπέρμετρος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Demasiado café me pone nervioso
Ο υπερβολικός καφές με κάνει νευρικό.

έχω μια δόση

(figurado)

Su día juntos estaba teñido de tristeza, ya que sabían que no se volverían a ver.
Η μέρα που πέρασαν μαζί είχε μια δόση λύπης γιατί ήξεραν πως δεν θα ξαναειδωθούν.

σαν ταύρος

(παρομοίωση)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ανθρωπόμορφος

(στην όψη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

γλυκούτσικος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

εξαιρετικά, εξαίσια, καταπληκτικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Cuando devolví el perro perdido a su familia, me recompensaron generosamente.

στιγμιαία

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Me detuve momentáneamente cuando Teresa me dijo que estaba embarazada.

εκλεπτυσμένα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Las puertas pesadas de madera estaban exquisitamente grabadas con motivos religiosos.

-

(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Pon una marcha y arranca lentamente.
Βάλε ταχύτητα και μετά ξεκίνα αργά.

μόλις τώρα

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Colin estaba aquí recién. Quizás haya ido a coger algo de la oficina.

υπερβολικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Su cabello estaba demasiado largo para mí.
Τα μαλλιά του ήταν υπερβολικά μακριά για μένα. Έμοιαζε υπερβολικά ήρεμη. Μάλλον κάτι δεν πάει καλά.

σε μεγάλο βαθμό

(καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Perder este contrato nos perjudicará terriblemente.

στο πι και φι

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Espérame aquí. ¡Enseguida vuelvo!

στιγμιαία

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
El teléfono apenas alcanzó a sonar; contestó inmediatamente.

στο παρελθόν

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Antes, siempre iba en bicicleta al trabajo, pero ahora vivo muy lejos.
Στο παρελθόν πήγαινα με το ποδήλατο στη δουλειά, τώρα όμως μένω πολύ μακριά.

για αρκετή ώρα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Estuve corriendo bastante últimamente.

ατέλειωτα

(καθομιλουμένη)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

σε γύψο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Julia tuvo el brazo enyesado por seis semanas después de caerse de un árbol.

στόχευση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La precisa focalización de la empresa de marketing dio sus frutos con un enorme incremento en las ventas.

προϋπολογισμός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Un presupuesto eficiente es primordial para que un negocio tenga éxito.

διαφήμιση υπό μορφή άρθρου

(voz inglesa)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

απεμπλοκή, απελευθέρωση, απόσπαση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σωρός χώματος γύρω από αεραγωγό τυφλοπόντικα

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

τίποτα

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
No me importa nada si te sentís mal, vas a ir igual.

διαδηλωτής

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

που κάνει πικνίκ

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

χασομέρης

(καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

σύμβολο σε σχήμα καρδιάς

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τα μαλλιά της κεφαλής μου

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Harry pagó una fortuna por ese traje.

αξίωση που πληροί τις προϋποθέσεις

(seguros)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σταλιά

(μικρή ποσότητα υγρού)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αναδοχή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

συμβιβασμός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El acuerdo tras la disputa logró que los huelguistas regresaran al trabajo.

μιλιούνια

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

επισκιάζω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La muerte de Mark ha ensombrecido todo el evento.

ρίχνω μια ματιά

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Julia sabía que la comida estaba lista en la mesa del comedor y no pudo resistir espiar.

αρπάζω κρύωμα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Si sales con esta lluvia y sin abrigo, te resfriarás.

παρανομώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κάνω μπάνιο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Yo prefiero ducharme, a otros les gusta más bañarse sin prisa.

κάνω ένα ντους

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Estoy sudando como un caballo; voy a ducharme.
Ιδρώνω πάρα πολύ, καλύτερα να πάω να κάνω ένα ντους.

δεν δίνω δεκάρα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No me importa que no te guste el modo en que me visto, ¡yo me pondré lo que me dé la gana!

αδιαφορώ για κπ/κτ

(figurado)

Ese niño pisotea a sus padres. El jefe pisoteó todas las sugerencias de Paige.

ελίσσομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

έχω οργασμό

(jerga, tener un orgasmo, Esp)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χέζω

(αργκό, προσβλητικό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ταξιδεύω

γαμιέμαι

(vulgar) (χυδαίο: με κάποιον)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
¿Tenemos tiempo de follar antes de que lleguen?
Έχουμε χρόνο να πηδηχτούμε πριν έρθουν;

φιλιέμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Se besaron apasionadamente.
Φιλήθηκαν με πάθος.

ρίχνω μια ματιά

(tienda)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Annie está mirando la sección de ropa. "¿Puedo ayudarte?" "No gracias, sólo estoy mirando".
«Μπορώ να σας βοηθήσω με κάτι;» «Όχι, ευχαριστώ. Απλά χαζεύω.»

προμηνύω, προοιωνίζομαι

(κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Esas nubes no auguran un gran día.
Αυτά τα σύννεφα δεν προμηνύουν (or: προοιωνίζονται) κάτι καλό για το υπόλοιπο της μέρας.

πηγαινοέρχομαι, περνώ φευγαλέα

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Había mariposas revoloteando alrededor de la col.

ορμώ, χιμάω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Jeffrey se lanzó a través de la tienda.

αποβάλλω

(για εγκυμοσύνη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El marido estaba devastado después de que su esposa abortara.

περπατώ αδιάφορα

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

γαμιέμαι, πηδιέμαι

(αργκό, χυδαίο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

επιβιβάζομαι

(avión) (σε αεροπλάνο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

παρακολουθώ

(πρόοδο, εξέλιξη, πορεία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Registra tu progreso escribiendo todo lo que hayas logrado cada día.
Σημείωνε τι καταφέρνεις καθημερινά, γιατί είναι σημαντικό να παρακολουθείς την πρόοδό σου.

κάνω περίπατο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Lucie paseaba en silencio, perdida en sus pensamientos.

ξεσκονίζω, φρεσκάρω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mi francés es bueno, pero me gustaría repasar un poco.
Τα γαλλικά μου είναι αρκετά καλά όταν πάω να μιλήσω. Ωστόσο, θα ήθελα να τα φρεσκάρω λίγο.

κιοτεύω

(PR: vulgar) (αργκό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Είχε σχεδιάσει να της ζητήσει να χορέψουν, αλλά κιότεψε (or: δείλιασε).

σηκώνομαι απότομα

Salté del asiento cuando oí el estruendo.

χτυπάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Golpeó el escritorio con el puño tratando de hacer que entendieran su punto.
Χτύπησε το γραφείο με τη γροθιά του για να προσπαθήσει να περάσει το μήνυμά του.

δαγκώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La tortuga mordió la cola del perro y no la soltaba.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Κοίτα! Ο σκύλος έχει δαγκώσει το παλτό σου και το τραβάει.

λύνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Resolvieron la discusión pacíficamente.
Διευθέτησαν (or: τακτοποίησαν) τις διαφορές τους ήρεμα.

τινάζω

(με το δάχτυλο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Kate sacudió las migas de la mesa.
Η Κέιτ τίναξε τα ψίχουλα από το τραπέζι με το δάχτυλό της.

τοποθετώ μόσχευμα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El doctor tuvo que injertar piel sana en las quemaduras del paciente.
Ο γιατρός χρειάστηκε να τοποθετήσει μόσχευμα υγιούς δέρματος στα εγκαύματα του ασθενούς.

ρίχνω μια γρήγορη ματιά σε κτ

(documento)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Jane ojeó el documento en busca de errores.
Η Τζέιν έριξε μια γρήγορη ματιά στο κείμενο για να τσεκάρει εάν έχει λάθη.

χαστουκίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Wendy abofeteó a Carl cuando se enteró de que había estado poniéndole los cuernos.
Η Γουέντυ χαστούκισε τον Καρλ όταν έμαθε πως την απατούσε.

συνεισφέρω, προσφέρω

(χρήματα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Actualmente, la manera más fácil de donar dinero es en línea.

αντικειμενοποιώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El profesor materializó la teoría con ejemplos.

φιλάω, φιλώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ανακοστολογώ, ανατιμολογώ

(precio)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μωλωπίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κρηπιδώνω

(carretera)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κάνω ξόρκι, κάνω μάγια, μαγεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La bruja hechizó al hombre, que después se convirtió en un sapo.

αφήνω στην άκρη

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Deja lo que estás haciendo, es hora de almorzar.
Άφησε στην άκρη ο,τι κάνεις· είναι ώρα να φάμε μεσημεριανό.

κάνω κτ στην άκρη

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χάνω τις αισθήσεις μου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βάζω στην άκρη

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Tuve que posponer los planes de mi boda hasta que mi madre se recupere.

πλαισιώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

προτείνω, αποτυπώνω, σκιαγραφώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αποτρέπω, αποθαρρύνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
No quiero desalentarte, pero la marca de coche que te quieres comprar es muy cara de mantener.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Δεν θέλω να σε αποτρέψω αλλά αυτό το είδος αυτοκινήτου που σκέφτεσαι να αγοράσεις είναι πολύ δύσκολο να το συντηρήσεις.

ετοιμάζω, προετοιμάζω

(música, vídeo)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

έχω κτ ως δευτερογενές αποτέλεσμα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ουσιαστικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Esperamos tener un diálogo significante esta tarde.
Ελπίζουμε σε έναν ουσιαστικό διάλογο σήμερα το απόγευμα.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του un στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του un

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.