Τι σημαίνει το art στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης art στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του art στο Αγγλικά.

Η λέξη art στο Αγγλικά σημαίνει τέχνη, έργα τέχνης, τέχνη, θεωρητικές επιστήμες, τέχνη, της τέχνης, τέχνη, ποιοτικός, είμαι, είμαι, είμαι, είμαι, βρίσκομαι, είμαι, είμαι, είμαι, -, -, -, κάνω, πηγαίνω, βρίσκομαι, να είσαι, να είστε, είμαι, είναι, κάνει, αφηρημένη τέχνη, εφαρμοσμένες τέχνες, εκτίμηση της τέχνης, καλλιτεχνικά, κριτικός τέχνης, έμπορος τέχνης, αρ ντεκό, τμήμα καλών τεχνών, σκηνικό, καλλιτεχνικός διευθυντής, καλλιτεχνικός διευθυντής, έκθεση τέχνης, μορφή, μουσείο τέχνης, γκαλερί, ιστορία τέχνης, φιλότεχνος, μουσείο τέχνης, Αρ Νουβό, τέχνη του πολέμου, πορτφόλιο, αίθουσα καλλιτεχνικών, σχολή καλών τεχνών, φοιτητής καλών τεχνών, φοιτήτρια καλών τεχνών, κινηματογράφος τέχνης, ανεξάρτητος, ατελιέ, στούντιο, διακόσμηση κοιλιάς εγκύου, αφρικάνικη τέχνη, μαύρη μαγεία, body art, σπηλαιογραφίες, εμπορική τέχνη, εμπορευματοποιημένη τέχνη, ψηφιακή τέχνη, ψηφιακό έργο τέχνης, εννοιολογική τέχνη, μαγειρικές ικανότητες, τέχνη που πεθαίνει, ερωτική τέχνη, δημιουργίες των φαν, τέχνη, καλές τέχνες, λαϊκή τέχνη, γραφική τέχνη, εναλλακτική ιατρική, μάθημα τεχνικών δεξιοτήτων, πολεμική τέχνη, αριστοτέχνημα, κομψοτέχνημα, οπ αρτ, πρωτότυπο έργο τέχνης, αυθεντικό έργο τέχνης, πρωτότυπο έργο τέχνης, πρωτότυπη τέχνη, παραστατική τέχνη, έργο τέχνης, pop art, ποπ αρτ, τέχνη της σκέδασης, τέχνη του διασκορπισμού, σχολή καλών τεχνών, υπερσύγχρονος, τέχνη του δρόμου, έργο τέχνης, έργο τέχνης. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης art

τέχνη

noun (uncountable (painting, sculpture, etc.)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Fred was born with a talent for art.
Ο Φρεντ έχει έμφυτη ταλέντο για την τέχνη.

έργα τέχνης

noun (uncountable (works of art)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
This museum houses an impressive collection of art.
Το μουσείο στεγάζει μια εντυπωσιακή συλλογή έργων τέχνης.

τέχνη

noun (skill) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Rick says that barbecuing steaks is an art.
Ο Ρικ λέει ότι το ψήσιμο της μπριζόλας είναι τέχνη.

θεωρητικές επιστήμες

plural noun (humanities subjects)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
When students reach the sixth form, they generally specialize in either arts or sciences.
Όταν οι μαθητές φτάνουν στην έκτη σχολική βαθμίδα, κατά κανόνα ειδικεύονται είτε στις τέχνες είτε στις θετικές επιστήμες.

τέχνη

plural noun (visual and performing arts)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Baron Johann Pasqualati was a wealthy patron of the arts.
Ο Μπάρον Γιόχαν Πασκουαλάτι ήταν πλούσιος χορηγός των τεχνών.

της τέχνης

noun as adjective (relating to painting, sculpture, etc.)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Warhol is a famous figure in the art world.
Ο Γουόρχολ είναι διάσημη προσωπικότητα στον καλλιτεχνικό κόσμο.

τέχνη

noun (not nature)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She thinks that art can be more beautiful than the natural world.

ποιοτικός

noun as adjective (non commercial) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Mike's favourite films are art films.

είμαι

intransitive verb (nature)

(βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.)
My mother is short.
Η μητέρα μου είναι κοντή.

είμαι

intransitive verb (state)

(βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.)
Barry is ill. // Audrey is hungry. // Tania is right.
Ο Μπάρι είναι άρρωστος.

είμαι

intransitive verb (exist)

(βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.)
There is a woman of 101 in the house opposite.
Στο απέναντι σπίτι είναι μια γυναίκα 101 ετών.

είμαι, βρίσκομαι

intransitive verb (be located)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The butter is on the table.
Το βούτυρο είναι (or: βρίσκεται) πάνω στο τραπέζι.

είμαι

intransitive verb (event: occur)

(βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.)
The play is at eight o'clock.
Το έργο είναι στις οχτώ.

είμαι

intransitive verb (equates two noun phrases)

(βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.)
She is a police officer.
Είναι αστυνομικός.

είμαι

intransitive verb (condition: age)

(βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.)
Robert is ten years old.
Ο Ρόμπερτ είναι δέκα χρονών.

-

auxiliary verb (with present participle: continuous) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Teresa is eating her dinner at the moment.
Αυτή τη στιγμή, η Τερέζα τρώει το βραδινό της.

-

auxiliary verb (with present participle: future) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
We are playing tennis this weekend.
Θα παίξουμε τένις το σαββατοκύριακο.

-

auxiliary verb (with past participle: passive) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
My wallet was stolen yesterday.
Το πορτοφόλι μου εκλάπη χθες.

κάνω

intransitive verb (cost)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
It is seven dollars.
Κάνει εφτά δολάρια.

πηγαίνω, βρίσκομαι

intransitive verb (have been: go, gone)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I have been to Rome.
Έχω πάει (or: βρεθεί) στη Ρώμη.

να είσαι, να είστε

intransitive verb (imperative) (προστακτική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Be quiet! Be reasonable!

είμαι

intransitive verb (feel)

(βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.)
I'm dizzy after that rollercoaster ride.

είναι

intransitive verb (time) (γ' πρόσωπο: η ώρα)

(βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.)
It's half past eight.

κάνει

intransitive verb (weather) (π.χ. κρύο, ζέστη)

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
It's cold today; you'll need your hat and gloves.

αφηρημένη τέχνη

noun (non-representational art)

When looking at abstract art, remember that it is usually not a portrayal of a tangible object.
Όταν βλέπεις αφηρημένη τέχνη, θυμήσου ότι συνήθως δεν πρόκειται για την απεικόνιση ενός απτού αντικειμένου.

εφαρμοσμένες τέχνες

noun (design used for practical purposes)

She studied Applied Art at college and then got a job as a graphic designer.

εκτίμηση της τέχνης

noun (knowledge and enjoyment of art)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

καλλιτεχνικά

noun (lesson in art) (σχολείο)

As a child, my favorite part of the school day was art class.

κριτικός τέχνης

noun (professional art reviewer)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The taste of that art critic is the standard of all proper society.

έμπορος τέχνης

noun ([sb] who sells works of art)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Artists no longer contact that art dealer because he demands a high commission.

αρ ντεκό

noun (art: Modern Style)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The style of the Golden Gate bridge in San Francisco is Art Deco.

τμήμα καλών τεχνών

noun (school: teaches art)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The art department welcomed fifty new students this year.

σκηνικό

noun (TV, theatre: props, scenery)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The art department won an award for scenery design.

καλλιτεχνικός διευθυντής

noun (creates advertising visuals)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

καλλιτεχνικός διευθυντής

noun (TV, film: head of art department)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

έκθεση τέχνης

noun (display of collected artworks)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The museum has a new art exhibition.

μορφή

noun (type of art)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ice sculptures are a modern art form.

μουσείο τέχνης

noun (UK (museum of art)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
We had a wonderful time viewing the paintings at the art gallery.
Περάσαμε υπέροχα κοιτάζοντας τους πίνακες στην πινακοθήκη.

γκαλερί

noun (retail art emporium)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The artist sells her paintings at the art gallery.
Η καλλιτέχνις πουλά τους πίνακές της στη γκαλερί.

ιστορία τέχνης

noun (study of art through the ages) (εκπαίδευση)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Because I was an Art Major in college, I had to take five semesters of art history.

φιλότεχνος

noun ([sb] who appreciates art)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
He's a true art lover.

μουσείο τέχνης

noun (art gallery)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The Hermitage is a famous art museum in St. Petersburg, Russia.

Αρ Νουβό

noun (French (19th-20th century art style)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

τέχνη του πολέμου

noun (military strategy)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
General Patton was an avid student of the art of war.

πορτφόλιο

noun (collection of an artist's work) (καλλιτέχνης: έργο)

αίθουσα καλλιτεχνικών

noun (classroom in school for art)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

σχολή καλών τεχνών

noun (school: teaches art)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He wants to study illustration, so he will attend art school in the fall.

φοιτητής καλών τεχνών, φοιτήτρια καλών τεχνών

noun ([sb] who studies art)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
She's an art student at the Royal College of Art in London.

κινηματογράφος τέχνης

noun (venue showing art films)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

ανεξάρτητος

noun as adjective (film: independent, creative)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ατελιέ, στούντιο

noun (workshop of an artist)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
One half of the barn has been converted into an artist's studio. That potter whose work you loved finally opened his art studio to the public.

διακόσμηση κοιλιάς εγκύου

noun (decorating the pregnant belly)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

αφρικάνικη τέχνη

noun (artworks: African origin)

During Black History Month, many museums display black art.

μαύρη μαγεία

plural noun (witchcraft, occult)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

body art

(artistic practice)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

σπηλαιογραφίες

noun (prehistoric paintings in caves)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

εμπορική τέχνη

noun (art that is popular with buyers)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εμπορευματοποιημένη τέχνη

noun (art used in commerce)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The book covers in any bookstore are a virtual museum of commercial art.

ψηφιακή τέχνη

noun (artmaking: digital)

ψηφιακό έργο τέχνης

noun (artwork: digital)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εννοιολογική τέχνη

noun (art: prioritizes the idea)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Generally speaking, only art critics are interested in conceptual art.
Γενικά, μόνο οι κριτικοί τέχνης ενδιαφέρονται για την εννοιολογική τέχνη.

μαγειρικές ικανότητες

noun (art or skill of cookery)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Making a good curry sauce is a culinary art.

τέχνη που πεθαίνει

noun (figurative (skill that has become rare) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Letter writing with a pen seems to be a dying art.

ερωτική τέχνη

noun (art intended to arouse sexually)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
It's not easy to draw a precise dividing-line between 'erotic art' and 'pornography'.

δημιουργίες των φαν

noun (created by fans)

τέχνη

noun (art: painting)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The sale will be of interest to collectors of fine art.

καλές τέχνες

plural noun (visual artforms)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Paul has always loved the fine arts, and is now doing a degree in London.

λαϊκή τέχνη

noun (decorative art form)

The traditional art forms of a community are reflected in its folk art.

γραφική τέχνη

noun (drawing, painting, print making) (συνήθως πληθυντικός)

The graphic arts include painting, drawing, printmaking, and photography.

εναλλακτική ιατρική

plural noun (alternative medicine)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Acupuncture is an example of a healing art.

μάθημα τεχνικών δεξιοτήτων

plural noun (machine-operating skills)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πολεμική τέχνη

noun (usually plural (Eastern Asian combat disciplines)

He's skilled in karate, judo, and other martial arts.

αριστοτέχνημα, κομψοτέχνημα

noun (three-dimensional work of art)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
That isn't just a jumble of trash; I paid good money for that objet d'art.

οπ αρτ

noun (abstract art movement) (καλές τέχνες: τάση μοντέρνας τέχνης)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

πρωτότυπο έργο τέχνης, αυθεντικό έργο τέχνης

noun (artwork: not duplicated) (όχι αντίγραφο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πρωτότυπο έργο τέχνης

noun (artwork: not copied from [sth] else)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πρωτότυπη τέχνη

noun (artwork: new and unusual approach) (τεχνική)

παραστατική τέχνη

noun (physical artform)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

έργο τέχνης

noun (artwork)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Several pieces of art were stolen from the museum.

pop art, ποπ αρτ

noun (1950s modern art movement)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Andy Warhol's painting of a soup can is the best-known work of pop art.

τέχνη της σκέδασης, τέχνη του διασκορπισμού

noun (form of installation art) (εικαστικά: τεχνοτροπία)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σχολή καλών τεχνών

noun (college where art is studied)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Admission is highly competitive at many schools of art.

υπερσύγχρονος

adjective (technology: advanced)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Our new TV uses state-of-the-art technology to provide the best picture and sound.
Η καινούρια μας τηλεόραση χρησιμοποιεί υπερσύγχρονη τεχνολογία για να παράσχει την καλύτερη εικόνα και τον καλύτερο ήχο.

τέχνη του δρόμου

noun (art in public location)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

έργο τέχνης

noun (painting, sculpture, etc.)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The museum is a place to contemplate works of art.
Το μουσείο είναι ένα μέρος για να περιεργαστείς τα έργα τέχνης.

έργο τέχνης

noun (figurative ([sth] beautiful and impressive) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Aunt Betty's layer cake was a culinary work of art. Aunt Betty's layer cake was a culinary work of art.
Η τούρτα με στρώσεις της θείας Μπέτυ ήταν ένα μαγειρικό έργο τέχνης.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του art στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του art

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.