Τι σημαίνει το thin στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης thin στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του thin στο Αγγλικά.

Η λέξη thin στο Αγγλικά σημαίνει λεπτός, στενός, αδύνατος, λεπτός, αραιός, αραιός, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, αδύναμος, λεπτός, αραιώνω, αραιώνω, λεπταίνω, αδυνατίζω, μικραίνω, λεπταίνω, μικραίνω, αραιώνω, λεπτούλης, περιορισμένος, λιγοστός, ξαφνικά, βρίσκομαι σε επισφαλή θέση, από το πουθενά, πολύ λεπτός, πετσί και κόκαλο, υπερβάλλω εαυτόν, φτερό στον άνεμο, αραιώνω, ευθιξία, με λεπτά χείλια, με σφιγμένα χείλη, εύθικτος, λεπτόφλουδος, στα εύκολα και στα δύσκολα, πολύ λεπτός, παίζω με τη φωτιά, φθείρομαι, παρακάνω, κουράζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης thin

λεπτός

adjective (slice: finely cut)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He cut a thin slice of ham.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Το πιάτο ήταν γεμάτο λεπτοκομμένες φέτες από διάφορα αλλαντικά.

στενός

adjective (narrow)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The gift was tied with a thin strip of raffia.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Θα χρειαστώ μια στενή λωρίδα υφάσματος για να τελειώσω τη φούστα.

αδύνατος, λεπτός

adjective (person: slender)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The thin girl had no trouble getting through the crowd.
Το κορίτσι ήταν αδύνατο (or: λεπτό) και δεν δυσκολευόταν να περάσει μέσα απ' το πλήθος.

αραιός

adjective (liquid: watery)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The soup was a little thin. It shouldn't have had so much water.

αραιός

adjective (area: sparse)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The trees were very thin there.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

adjective (sound: tinny)

The guitar had a thin sound for some reason.

αδύναμος

adjective (figurative (argument: weak)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Her argument was thin and failed to convince anybody.

λεπτός

adjective (insubstantial)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The material of this scarf is so thin that you can see right through it.

αραιώνω

intransitive verb (hair, vegetation: become sparse)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Larry decided to talk to a doctor because his hair was suddenly thinning.

αραιώνω

transitive verb (make thin)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The soup is too thick. It needs to be thinned a little.
Η σούπα είναι πολύ πυκνή. Πρέπει να την αραιώσουμε λιγάκι.

λεπταίνω, αδυνατίζω, μικραίνω

phrasal verb, intransitive (become slimmer)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
She was trying to thin down but kept on eating potato chips every night.

λεπταίνω, μικραίνω

phrasal verb, transitive, separable (make thinner)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
If you thin that whiskey down, you won't get drunk so fast.

αραιώνω

phrasal verb, intransitive (diminish, dissipate)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The crowd thinned out after the parade was over. He's an older man, his hair is grey and thining out on top.

λεπτούλης

adjective (substance: too runny)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The gravy seems a bit thin, so I think I'll add some more flour to thicken it up.

περιορισμένος, λιγοστός

adjective (informal, figurative (resources: limited) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
My budget is a bit thin, so I won't be going to Africa this year.
Ο προϋπολογισμός είναι κάπως περιορισμένος, έτσι δεν θα πάω στην Αφρική φέτος.

ξαφνικά

expression (figurative (disappear: suddenly, inexplicably) (εξαφανίζομαι)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
When I looked back, Jeff had disappeared into thin air.

βρίσκομαι σε επισφαλή θέση

verbal expression (figurative (do [sth] risky)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

από το πουθενά

expression (figurative (seemingly from nowhere) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He had no idea of the actual cost, so he pulled a figure out of thin air.

πολύ λεπτός

adjective (figurative (extremely thin)

πετσί και κόκαλο

adjective (emaciated) (μεταφορικά)

υπερβάλλω εαυτόν

verbal expression (figurative (try to do too much)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

φτερό στον άνεμο

adjective (US, informal, figurative (flimsy or insubstantial) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αραιώνω

(make fewer)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The gardener thinned out the seedlings.
Ο κηπουρούς αραίωσε τα φιντάνια.

ευθιξία

noun (figurative, informal (sensitivity to criticism)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

με λεπτά χείλια

adjective (having small lips)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

με σφιγμένα χείλη

adjective (figurative (expressing displeasure)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εύθικτος

adjective (figurative (easily offended)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

λεπτόφλουδος

adjective (literal (fruit, vegetable: having thin skin)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

στα εύκολα και στα δύσκολα

adverb (figurative, informal (through all manner of difficulties)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

πολύ λεπτός

adjective (extremely slim)

παίζω με τη φωτιά

verbal expression (figurative (take a risk) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You're walking on thin ice if you keep insulting Katie.

φθείρομαι

(fabric: become threadbare)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I've had this jumper so long it's worn thin at the elbows.

παρακάνω, κουράζω

(figurative (excuse, etc.: be overused) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
These constant excuses for your tardiness are wearing thin.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του thin στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του thin

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.