Τι σημαίνει το loss στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης loss στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του loss στο Αγγλικά.

Η λέξη loss στο Αγγλικά σημαίνει απώλεια, ζημιά, ζημία, ήττα, απώλεια, απώλεια, απώλεια, απώλεια, απώλεια, καταστροφή, ήττα, χάσιμο, με ζημία, σαστισμένος, απορημένος, ξαφνιασμένος, αμήχανος, απώλεια αίματος, χαμένη υπόθεση, απώλεια ακοής, Συλλυπητήρια, κράχτης, απώλεια συγκέντρωσης, απώλεια συνείδησης, απώλεια αισθήσεων, απώλεια ακοής, απώλεια της παιδικής αθωότητας, θάνατος, απώλεια μνήμης, απώλεια μνήμης, κοινωνικός ξεπεσμός, απώλεια λόγου, ακύρωση εγγύησης, σημειώνω απώλειες, απώλεια ευκαιρίας, κέρδος και απώλεια, περιορισμού ζημιάς, υποφέρω από απώλεια, κατεστραμμένος, ξεγραμμένος, συνολική απώλεια, ζημία μετατροπής συναλλάγματος, αδυνάτισμα, απώλεια απόδοσης, απώλεια σοδειάς. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης loss

απώλεια

noun (deprivation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
His loss of hearing really hurt his ability to work.
Η απώλεια ακοής μείωσε την ικανότητά του να εργαστεί.

ζημιά, ζημία

noun (financial)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The loss was over three million dollars.
Η χασούρα ήταν πάνω από τρία εκατομμύρια δολάρια.

ήττα

noun (failure to win)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The fans were upset at their team's loss.
Οι οπαδοί αναστατώθηκαν με την ήττα της ομάδας τους.

απώλεια

noun (bereavement)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sonia's son died recently; it was a terrible loss for the whole family.
Ο γιος της Σόνια πέθανε πρόσφατα. Ήταν τεράστια απώλεια για όλη την οικογένεια.

απώλεια

noun (absence)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Rita felt a terrible sense of loss when her children left home.
Η Ρίτα ένιωσε το απαίσιο αίσθημα της απώλειας, όταν τα παιδιά της έφυγαν από το σπίτι.

απώλεια

noun (missed opportunity)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
His inability to graduate from the university was such a loss.
Το ότι δεν κατάφερε να τελειώσει το πανεπιστήμιο ήταν μεγάλη απώλεια.

απώλεια

noun (insurance)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Some insurance covers the loss of use of a property.
Μερικά ασφαλιστικά προγράμματα καλύπτουν την απώλεια χρήσης ιδιοκτησίας.

απώλεια

noun (number, amount lost)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The loss of life in the earthquake was enormous.
Η απώλεια ζωών από τον σεισμό ήταν τεράστια.

καταστροφή

noun (condition) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The house was a total loss after the hurricane.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Μην προσπαθείς άλλο να τη βοηθήσεις. Είναι χαμένη υπόθεση.

ήττα

noun (military: defeat)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The loss at Waterloo was the turning point in the war.
Η ήττα στο Βατερλώ ήταν η κρίσιμη καμπή του πολέμου.

χάσιμο

noun (misplacing [sth]) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The loss of his phone was a major inconvenience.
Το χάσιμο (or: Η απώλεια) του τηλεφώνου του τον δυσκόλεψε αρκετά.

με ζημία

adverb (losing money)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
They must be selling these at a loss, the prices are so low.

σαστισμένος, απορημένος, ξαφνιασμένος, αμήχανος

adjective (informal (unable to understand)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
She was at a loss to explain what had happened.

απώλεια αίματος

noun (amount of blood haemorrhaged)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χαμένη υπόθεση

noun ([sth], [sb], useless)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Don't ask her to help, she's a dead loss.

απώλεια ακοής

noun (diminished ability to hear)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
As a result of the explosion he suffered hearing loss.

Συλλυπητήρια

interjection (formal (condolences)

I'm sorry for your loss; your father will be missed by all who knew him.

κράχτης

noun (low-cost item sold to draw buyers) (μεταφορικά, αργκό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Some companies sell something for cheap as a loss leader to get people to come in and buy more expensive products.
Μερικές εταιρείες πουλούν φθηνά κάποιο προϊόν ως «κράχτη», για να προσκαλέσουν τον κόσμο στο κατάστημα και να τον κάνουν να αγοράσει πιο ακριβά προϊόντα.

απώλεια συγκέντρωσης

noun (inability to continue paying attention)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
In sports, a loss of concentration can mean losing the game.

απώλεια συνείδησης, απώλεια αισθήσεων

noun (faint, blackout)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

απώλεια ακοής

noun (partial or total deafness)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Many people experience loss of hearing as they grow older.

απώλεια της παιδικής αθωότητας

noun (coming of age)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

θάνατος

noun (death)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
A bomb exploded in the shopping centre, leading to considerable loss of life.

απώλεια μνήμης

noun (amnesia caused by trauma, etc.)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The blow he suffered in the accident has caused a complete loss of memory. Loss of memory can be temporary or permanent.
Το χτύπημα που υπέστη στο ατύχημα του προκάλεσε ολική απώλεια μνήμης. Η απώλεια μνήμης μπορεί να είναι προσωρινή ή μόνιμη.

απώλεια μνήμης

noun (diminished ability to recall)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κοινωνικός ξεπεσμός

noun (decrease in status)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
What upset him most was not the loss of his fortune but the resulting loss of social position.

απώλεια λόγου

noun (inability to speak due to trauma, etc.)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
After witnessing the horrific murder he experienced temporary loss of speech.

ακύρωση εγγύησης

noun (invalidating a guarantee)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σημειώνω απώλειες

verbal expression (lose money)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
My company made a loss last year and had to lay off three employees.

απώλεια ευκαιρίας

noun (missed alternative)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κέρδος και απώλεια

(economics)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

περιορισμού ζημιάς

adjective (stock market: preventing financial loss)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

υποφέρω από απώλεια

(be bereaved)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
You'll understand how I feel when you suffer loss yourself.

κατεστραμμένος, ξεγραμμένος

noun (damaged vehicle: write-off)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The insurance company deemed the automobile a total loss after the accident.

συνολική απώλεια

noun (finance: gross amount lost)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ζημία μετατροπής συναλλάγματος

noun (sum lost during currency conversion)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αδυνάτισμα

noun (slimming)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Her sudden weight loss worried her friends.

απώλεια απόδοσης

noun (finance: decrease in profit from investments) (χρηματοοικονομικά)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

απώλεια σοδειάς

noun (agriculture: crop loss) (γεωργία)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του loss στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του loss

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.