Τι σημαίνει το flip στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης flip στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του flip στο Αγγλικά.
Η λέξη flip στο Αγγλικά σημαίνει γυρίζω, αναποδογυρίζω, γυρίζω, κάνω περιστροφή, κάνω φλιπ, γυρίζω, φλιπάρω, τα παίρνω, τα παίρνω στο κρανίο, ρίχνω, πετάω, πετώ, περιστροφή, περιστροφή, να πάρει, που να πάρει, δείχνω κωλοδάχτυλο σε κπ, κάνω κωλοδάχτυλο σε κπ, φορτώνω, τσαντίζομαι, φρικάρω, φρικάρω, αναποδογυρίζω, το γυρίζω σε κτ, το αλλάζω σε κτ, σάλτο πίσω, ανάποδο σάλτο, ξεφυλλίζω, κάνω ζάπινγκ, φορητός πίνακας παρουσιάσεων, πίνακας παρουσιάσεων, αναποδογυρίζω, γυρνάω, κινητό με πορτάκι, πίσω πλευρά, άλλη πλευρά, άλλη όψη, άλλη πλευρά, κάνω κωλοδάχτυλο σε κπ, σαγιονάρα, κωλοτούμπα, κάνω κωλοτούμπα, αλλάζω πολιτική απότομα, με καπάκι, εμπρόσθια κυβίστηση, στρίβω κέρμα, κερδίζω στο στρίψιμο νομίσματος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης flip
γυρίζω, αναποδογυρίζωtransitive verb (turn over) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tim flipped the card to look at the back. Ο Τιμ γύρισε την κάρτα για να δει από πίσω. |
γυρίζωtransitive verb (pancake, coin: toss) (στον αέρα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Jim flipped the pancake in the pan. Ο Τζιμ γύρισε την τηγανίτα στο τηγάνι. |
κάνω περιστροφή, κάνω φλιπintransitive verb (gym: turn head over heels) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Richard flipped twice before landing. Ο Ρίτσαρντ έκανε διπλή περιστροφή πριν προσγειωθεί. |
γυρίζωintransitive verb (turn over) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Kate flipped onto her back. Η Κέιτ γύρισε ανάσκελα. |
φλιπάρωintransitive verb (figurative, slang (go insane) (αργκό) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ryan completely flipped and attacked his stepfather. Ο Ράιαν τα έχασε εντελώς και επιτέθηκε στον πατριό του. |
τα παίρνω, τα παίρνω στο κρανίοintransitive verb (figurative, slang (get upset, angry) (αργκό, μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ben flipped when his friend tattled on him. Ο Μπεν τα πήρε όταν τον κάρφωσε ο φίλος του. |
ρίχνω, πετάω, πετώtransitive verb (throw casually) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tom flipped the rock into the fountain. Ο Τομ έριξε την πέτρα στο συντριβάνι. |
περιστροφήnoun (gymnastics: head-over-heels) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Erin did a flip as she came off the bars and stuck the landing. Η Έριν έκανε μια περιστροφή κατεβαίνοντας από το μονόζυγο και προσγειώθηκε σταθερά. |
περιστροφήnoun (act of turning over) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) We saw the fish do a flip in the water before it swam away. Είδαμε την περιστροφή του ψαριού στο νερό πριν φύγει κολυμπώντας. |
να πάρει, που να πάρειinterjection (UK, dated, informal (expressing irritation) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Να πάρει! Έχασα τα κλειδιά μου. |
δείχνω κωλοδάχτυλο σε κπ, κάνω κωλοδάχτυλο σε κπphrasal verb, transitive, separable (US, slang (gesture obscenely) (αργκό, χυδαίο) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I was extremely offended when the boy who stepped out in front of my car flipped me off. |
φορτώνω, τσαντίζομαι, φρικάρωphrasal verb, intransitive (slang (lose your temper) (αργκό) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) She is so volatile; it takes the slightest little thing to make her flip out. Είναι τόσο ευέξαπτη. Τσαντίζεται με το παραμικρό. |
φρικάρωphrasal verb, intransitive (slang (have a mental breakdown) (αργκό) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I am flipping out right now about the twenty-five page paper I have due tomorrow. Αυτή τη στιγμή φρικάρω για την 25σέλιδη εργασία που έχω να παραδώσω αύριο. |
αναποδογυρίζωphrasal verb, intransitive (turn upside down) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The car hit a pothole, flipped over and landed on its roof. Το αυτοκίνητο έπεσε σε μια λακκούβα, αναποδογύρισε και προσγειώθηκε με την οροφή. |
το γυρίζω σε κτ, το αλλάζω σε κτ(informal (change: TV channel) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I wasn't enjoying the film so I flipped over to the sports channel. Η ταινία δεν με ευχαριστούσε, γι' αυτό το άλλαξα στο αθλητικό κανάλι. |
σάλτο πίσω, ανάποδο σάλτοnoun (backwards somersault) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
ξεφυλλίζω(book, pages: leaf through) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I spent hours on that report and he just flicked through it before dismissing it! Ξόδεψα ώρες για εκείνη την αναφορά και εκείνος απλά την ξεφύλλισε και την απέρριψε! |
κάνω ζάπινγκ(TV channels: browse) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I spent ten minutes flicking through the TV channels and didn't find anything worth watching. Έκανα ζάπινγκ δέκα λεπτά και δεν βρήκα τίποτα αξιόλογο να δω. |
φορητός πίνακας παρουσιάσεωνnoun (easel for large sheets of paper) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The flip board was set up in the meeting room, but nobody had had the foresight to provide a flip chart to put on it. |
πίνακας παρουσιάσεωνnoun (pad of paper on an easel) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Try to prepare your flip chart pages in advance. Προσπάθησε να προετοιμάσεις τον πίνακα παρουσιάσεων εκ των προτέρων. |
αναποδογυρίζω, γυρνάω(turn upside down) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Marie flipped her notebook over when Roger tried to see what she was writing. When turning out a jelly, hold the plate over the mould before flipping it over. Η Μαρία αναποδογύρισε το σημειωματάριό της, όταν ο Ρότζερ προσπάθησε να δει τι έγραφε. Όταν βγάζεις ένα ζελέ, κράτησε το πιάτο πάνω από τη φόρμα πριν το αναποδογυρίσεις. |
κινητό με πορτάκιnoun (abbr (mobile telephone: clam-shell style) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
πίσω πλευρά, άλλη πλευράnoun (reverse, other side) The flip side of the album also had some good songs. Η πίσω πλευρά του άλμπουμ είχε επίσης μερικά καλά κομμάτια. |
άλλη όψη, άλλη πλευράnoun (figurative (another, less attractive, aspect) (μεταφορικά) The flip side of the new product is that it wastes electricity. |
κάνω κωλοδάχτυλο σε κπverbal expression (US, slang (make vulgar middle-finger gesture) (καθομ, χυδαίο, προσβλητικό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σαγιονάραnoun (usually plural (thong: beach shoe) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I always wear flip-flops to the beach. |
κωλοτούμπαnoun (figurative, informal (sudden policy change) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) His new position on troop withdrawal is a big fat flip-flop. |
κάνω κωλοτούμπαintransitive verb (figurative, informal (change opinions often) (μεταφορικά, αργκό) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Mark can never make up his mind; he flip-flops constantly. |
αλλάζω πολιτική απότομαintransitive verb (figurative, informal (change policy suddenly) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The candidate flip-flopped on questions of healthcare and the environment. |
με καπάκιadjective (container: attached lid on top) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εμπρόσθια κυβίστησηnoun (gymnastics: forward somersault) (γυμναστική) The gymnast performed a front flip and landed gracefully on her feet. |
στρίβω κέρμαverbal expression (let chance decide between 2 options) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κερδίζω στο στρίψιμο νομίσματοςverbal expression (win at heads-or-tails) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του flip στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του flip
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.