Τι σημαίνει το focus στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης focus στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του focus στο Αγγλικά.

Η λέξη focus στο Αγγλικά σημαίνει εστιάζω, εστιάζω, συγκεντρώνομαι, συγκεντρώνομαι, συγκεντρώνομαι, συγκεντρώνομαι, επίκεντρο, εστία, σημείο εστίασης, συγκέντρωση, αυτοσυγκέντρωση, επίκεντρο, εστιάζω, επικεντρώνομαι, εστιάζω, αυτόματη εστίαση, εστιάζω, διασαφηνίζω, είμαι κεντραρισμένος, φαίνομαι καθαρά, φαίνομαι ξεκάθαρα, ομάδα έρευνας αγοράς, επίκεντρο, εύρος εστίασης, εστιάζω, ξεκάθαρος,εστιασμένος, βασικό σημείο εστίασης, θαμπός, θολός, ακαθόριστος, συγκεχυμένος, αμυδρός, δυσδιάκριτος, αφηρημένος, αποσυντονισμένος, απαλή εστίαση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης focus

εστιάζω

transitive verb (bring into clear view)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He adjusted the slide projector to focus the image.
Προσάρμοσε τον προβολέα διαφανειών για να κεντράρει την εικόνα.

εστιάζω

transitive verb (lens: adjust) (κάμερα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He focused the camera.
Εστίασε την κάμερα.

συγκεντρώνομαι

intransitive verb (gain clear view)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I grabbed my camera, but the hawk flew away while I was focusing.

συγκεντρώνομαι

intransitive verb (figurative (concentrate)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Please leave me alone. I need to focus on this project.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Εστιάζει όλη της την προσοχή στη μετάφραση.

συγκεντρώνομαι

verbal expression (figurative (concentrate)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
It's time you focused on studying for your exams.
Είναι ώρα να συγκεντρωθείς στο διάβασμα για τις εξετάσεις.

συγκεντρώνομαι

(figurative (pay exclusive attention to) (σε κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
James will focus on winning gold at the Olympic Games rather than breaking the 400m world record.
Ο Τζέιμς θα αφοσιωθεί στο να κερδίσει χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες και όχι στο να σπάσει το παγκόσμιο ρεκόρ στα 400 μέτρα.

επίκεντρο

noun (figurative (centre of attention)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Lynemouth became the focus of public attention when a whale came ashore in the village.
Το Λαϊνμάουθ έγινε το επίκεντρο του ενδιαφέροντος όταν μια φάλαινα ξεβράστηκε στις ακτές του χωριού.

εστία

noun (geology: hypocenter) (σεισμός)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The focus of the earthquake lay 200 miles out to sea.

σημείο εστίασης

noun (optics: focal point) (οπτικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He rotated the lens to bring the picture into focus.
Περιέστρεψε τον φακό για να φέρει την εικόνα στο σημείο εστίασης.

συγκέντρωση, αυτοσυγκέντρωση

noun (figurative (concentration) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The tennis player never lost his focus through the long match.
Ο τενίστας δεν έχασε την συγκέντρωσή (or: αυτοσυγκέντρωσή) του ούτε μία φορά σε όλον τον αγώνα.

επίκεντρο

noun (object of thought) (επίσημο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Kate's newest poem will be the focus of today's discussion.
Το πιο πρόσφατο ποίημα της Κέιτ θα είναι το επίκεντρο της συζήτησης σήμερα.

εστιάζω, επικεντρώνομαι

(figurative (be about) (σε κάτι, στο να κάνω κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The report focused on what needed to be done to make the company profitable again.
Η αναφορά εστίασε (or: επικεντρώθηκε) στο τι χρειάζεται να γίνει για να καταστεί η εταιρεία επικερδής ξανά.

εστιάζω

transitive verb (cause to converge)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A magnifying glass can focus the sun's rays and set things on fire.

αυτόματη εστίαση

noun (camera: automatic focus feature)

εστιάζω

verbal expression (visually: make [sth] sharper)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διασαφηνίζω

verbal expression (figurative (topic: make clear)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

είμαι κεντραρισμένος

verbal expression (image, view: be sharper)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

φαίνομαι καθαρά, φαίνομαι ξεκάθαρα

verbal expression (figurative (become clear)

When he started asking me for money, his true intentions came into focus.

ομάδα έρευνας αγοράς

noun (asked for opinions)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

επίκεντρο

noun (figurative (centre of [sb]'s interest) (επίσημο: με γενική)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The focus of our attention should be on how we can help.
Στην εστία του ενδιαφέροντός μας θα έπρεπε να βρίσκονται οι τρόποι με τους οποίους μπορούμε να βοηθήσουμε.

εύρος εστίασης

noun (of camera lens) (οπτική, φακός)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

εστιάζω

verbal expression (train eyes on) (επίσημο: μάτια)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Shaun focused his eyes on the target and threw his dart.
New: Το μάτι του καρφώθηκε στην εικόνα.

ξεκάθαρος,εστιασμένος

adjective (seen clearly)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
It's a shame the kids aren't in focus in any of your photos.

βασικό σημείο εστίασης

noun (centre of attention)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The main focus of the lecture will be on alternative sources of energy.

θαμπός, θολός, ακαθόριστος, συγκεχυμένος, αμυδρός, δυσδιάκριτος

adjective (blurred, indistinct)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The impressionist style gave the painting a fuzzy, out of focus look. As she came out of the anesthesia, everything was fuzzy and out of focus.
Το ιμπρεσιονιστικό ύφος προσέδιδε στον πίνακα μια ασαφή, θαμπή όψη. Καθώς συνήλθε από την αναισθησία, όλα ήταν ασαφή και θαμπά.

αφηρημένος, αποσυντονισμένος

adjective (figurative (not concentrating on single issue) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
She was out of focus all day after taking a new allergy medication.

απαλή εστίαση

noun (photography: diffused effect)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του focus στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του focus

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.