Τι σημαίνει το flow στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης flow στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του flow στο Αγγλικά.
Η λέξη flow στο Αγγλικά σημαίνει χύνομαι, κυλάω, ρέω, ροή, ρεύμα, ροή, ροή, ροή, βρίθω, ρέω, κυλάω, πηγάζω, πέφτω, χύνομαι, έρχομαι, ρέω προς τα πίσω, πηγάζω, ρέω, ξεχύνομαι, ενάντια στο ρεύμα, ενάντια στη ροή του νερού, αντίθετα, κόντρα στο ρεύμα, ρεύμα αέρα, κυκλοφορία του αίματος, ρευστότητα, άμπωτη και πλημμυρίδα, άμπωτη και πλημμυρίδα, εισρέω, ρέω, εκβάλλω, εισρέω, ροή, ταχύτητα ροής, διάγραμμα ροής, διάγραμμα ιεραρχίας, αφήνω τα πράγματα να κυλήσουν, έμμηνος ρύση, μειώνω, κυκλοφοριακή ροή, ροή ούρων. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης flow
χύνομαι, κυλάω, ρέωintransitive verb (move as a liquid) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The water flowed out of the bath. Το νερό έτρεξε έξω από το μπάνιο. |
ροήnoun (liquid movement) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The flow of the stream carried the water to the lake. Το ρεύμα του ποταμού έσπρωχνε το νερό στη λίμνη. |
ρεύμαnoun (current) (κυριολεκτικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The river has a strong flow and is dangerous. |
ροήnoun (tide) (κυριολεκτικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The flow of the tide carried away the beach chairs. |
ροήnoun (amount of liquid) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The meter measures the flow of water in litres per hour. |
ροήnoun (traffic circulation) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The project will improve the flow of traffic at this major junction. |
βρίθωintransitive verb (archaic (abundance) (επίσημο) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The land flowed with everything that was desired. |
ρέωintransitive verb (circulate) (κυριολεκτικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Traffic flows slowly in this city. |
κυλάωintransitive verb (words: sound natural) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) No, that sentence doesn't flow very well. |
πηγάζωintransitive verb (stem from, be caused by) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The whole problem flows from his financial difficulties. |
πέφτω, χύνομαιintransitive verb (hair) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Her hair flowed down her back. Τα μαλλιά της έπεφταν χυτά στην πλάτη της. |
έρχομαιintransitive verb (tide) (παλίρροια) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) High tide flowed in at around three pm today. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Δεν είναι σωστό να βρίσκεσαι σε αυτή την παραλία όταν φουσκώνουν τα νερά. |
ρέω προς τα πίσωphrasal verb, intransitive (liquid: move back toward [sth]) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πηγάζω, ρέωphrasal verb, intransitive (water, fluid: emerge in a stream) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I turned on the faucet and water flowed out. |
ξεχύνομαιphrasal verb, intransitive (figurative (emerge in a stream) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) People began flowing out of the building. |
ενάντια στο ρεύμα, ενάντια στη ροή του νερούadverb (opposite the current) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) She set her kayak against the flow and began to paddle upstream. |
αντίθεταadverb (against general movement) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) As the crowd of lemmings moved toward the cliff, a single animal went against the flow, heading back to the tundra. |
κόντρα στο ρεύμαadverb (figurative (contrary to conventional opinion) (μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) All my friends are going to college next year, but I'm going against the flow and attending a technical school. |
ρεύμα αέραnoun (current, movement of air) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The air flow of this oxygen concentrator is 3 liters a minute. |
κυκλοφορία του αίματοςnoun (blood circulation) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Blockages in the arteries of the leg can cause low blood flow, and pain while walking. |
ρευστότηταnoun (income and expenses) (επιχειρήσεις) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Cash flow can be a problem when you are self-employed. |
άμπωτη και πλημμυρίδαnoun (literal (tidal movement) (παλιρροϊκή κίνηση) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
άμπωτη και πλημμυρίδαnoun (figurative (fluctuations) (παλινδρομήσεις, μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Consumer spending on such products tends to follow the ebb and flow of the economy. |
εισρέω(liquid: enter in a stream) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ρέω(figurative (money, ideas, people, etc: come steadily) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
εκβάλλω(river, liquid) (ποτάμι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Blood flows into the kidneys through the renal artery. |
εισρέω(figurative (supply) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) As capital flows into the stock market, the stock price increases. |
ροήnoun (amount of liquid flowing) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The flow rate depends on the size of the pipe. |
ταχύτητα ροήςnoun (output speed of a fluid) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
διάγραμμα ροήςnoun (diagram of a process) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) In the training materials, a flowchart of the standard procedure is included. |
διάγραμμα ιεραρχίαςnoun (computing: system or procedure diagram) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Flowcharts can be used to visualize new algorithms. |
αφήνω τα πράγματα να κυλήσουνverbal expression (informal, figurative (take a relaxed approach) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
έμμηνος ρύσηnoun (blood lost during a woman's period) A heavy menstrual flow can be very difficult for a woman to deal with. |
μειώνωverbal expression (figurative (prevent [sth] increasing) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κυκλοφοριακή ροήnoun (movement of road vehicles) |
ροή ούρωνnoun (stream of urine) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Urine flow can indicate whether a patient has a prostate problem. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του flow στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του flow
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.