Τι σημαίνει το forwards στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης forwards στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του forwards στο Αγγλικά.

Η λέξη forwards στο Αγγλικά σημαίνει μπροστά, μπροστά, -, μπροστινός, θρασύς, προωθώ, προωθώ, μπροστά από, προκαταβολικός, φόργουορντ, μπροστά, προωθώ, στέλνω, επισπεύδω, μεταφέρω, προχωράω, προχωρώ, παρουσιάζομαι/παραδίνομαι στην αστυνομία, προσφέρομαι, μετακινούμαι προς τα εμπρός, γέρνω προς τα εμπρός, προωθώ, οδηγώ προς τα εμπρός, πηγαίνω κτ ίσια, πηγαίνω κτ μπροστά, πηγαίνω μπροστά, προχωρώ, προχωρώ, προοδεύω, κοιτώ μπροστά, κοιτάω στο μέλλον, ανυπομονώ για κτ, περιμένω κτ με ανυπομονησία, ανυπομονώ για κτ, περιμένω κτ με ανυπομονησία, προχωρώ, προοδεύω, προχωράω, τινάζομαι προς τα εμπρός, προχωράω, προχωρώ, προχωρώ, προοδεύω, προωθώ κτ παρά τις δυσκολίες, προτείνω, πετάγομαι μπροστά, προσφέρομαι, κάνω ένα βήμα μπροστά, προχωρώ, μπρος-πίσω, μπρος πίσω, μεταφορά, σέντερ φορ, γέρνω κτ προς τα εμπρός, μοντέρνος, πηγαίνω μπροστά, περνάω κτ στο γρήγορο, <div>κάνω fast forward σε κτ</div><div>(<i>περίφραση</i>: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ.<i> από την Αθήνα, που ακολουθεί </i>κλπ.)</div>, fast forward, fast forward, που γέρνει μπροστά, που γέρνει προς τα εμπρός, που έχει κλίση προς τα εμπρός, προοδευτικός, προθεσμιακή αγορά, θετική δυναμική, στρατιώτης πυροβολικού, πάσα προς τα εμπρός, προγραμματισμός, προοδευτικός, προοδευτικός, από εδώ και στο εξής, από εδώ και πέρα, στο μέλλον, μελλοντικά, αναμένω την απάντησή σας, αναμένω απάντησή σας, προχωράω αργά, σκύβω, γέρνω, μετακινώ κτ προς τα εμπρός, δρόμος, βάζω τα δυνατά μου, δίνω τον καλύτερό μου εαυτό, βάζω τα δυνατά μου, δίνω τον καλύτερό μου εαυτό, γυρίζω μπροστά, ξεκινάω, ξεκινώ, το επόμενο βήμα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης forwards

μπροστά

adverb (towards the front)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Bend forwards at the waist with your feet planted wide.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Σκύψτε προς τα εμπρός και επαναλάβετε ότι κάνω.

μπροστά

adverb (onward)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The car moved slowly forward.
Το αυτοκίνητο προχώρησε αργά προς τα εμπρός.

-

adverb (figurative (progressing) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
We moved forward with the project after the boss said yes.
Προχωρήσαμε με το πρότζεκτ αφού το αφεντικό είπε το ναι.

μπροστινός

adjective (situated towards the front)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The forward part of a ship is called the bow.
Το μπροστινό τμήμα του πλοίου ονομάζεται πλώρη.

θρασύς

adjective (figurative (too bold) (αρνητικό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
That remark was rather forward of him.
Το σχόλιο του ήταν κάπως τολμηρό.

προωθώ

transitive verb (transmit, retransmit [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I'll forward the information that you asked for.
Θα σου προωθήσω τις πληροφορίες που ζήτησες.

προωθώ

(transmit, retransmit [sth] to [sb])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Let me forward this email to you.
Κάτσε να σου προωθήσω αυτό το email.

μπροστά από

(in front)

The crew cabin is forward of the galley.
Η καμπίνα του πληρώματος είναι μπροστά από την κουζίνα.

προκαταβολικός

adjective (future)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
They made a forward purchase of copper and steel.

φόργουορντ

noun (sports: player)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. ρόκερ, ντιτζέι κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
She's the team's best forward.

μπροστά

noun (sports: position)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Mike plays forward for the team.

προωθώ

transitive verb (promote)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He's only interested in forwarding his career.

στέλνω

transitive verb (transmit) (κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Celia forwarded the email to me.

επισπεύδω

phrasal verb, transitive, separable (reschedule for earlier)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I hope the doctor's surgery can bring my appointment forward, as I'll be on holiday next week.

μεταφέρω

phrasal verb, transitive, separable (sum: transfer to next column)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Carry the number forward from the units to the tens column.

προχωράω, προχωρώ

phrasal verb, transitive, separable (figurative (cause to progress)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A team of experts is being assembled to carry the project forward.

παρουσιάζομαι/παραδίνομαι στην αστυνομία

phrasal verb, intransitive (go to police)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The investigators pleaded for anyone with information about the crime to come forward.
Οι υπεύθυνοι της έρευνας παρακάλεσαν όσους είχαν πληροφορίες για το έγκλημα να παρουσιαστούν στην αστυνομία.

προσφέρομαι

phrasal verb, intransitive (figurative (volunteer)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
When they requested volunteers, I came forward since I had nothing better to do.
Όταν ζήτησαν εθελοντές, προσφέρθηκα καθώς δεν είχα τίποτα καλύτερο να κάνω.

μετακινούμαι προς τα εμπρός

phrasal verb, intransitive (move to front)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The preacher said; "Come forward now if you feel the spirit."
Ο ιεροκήρυκας είπε: «Μετακινηθείτε τώρα προς τα εμπρός, εάν νιώθετε το πνεύμα.»

γέρνω προς τα εμπρός

phrasal verb, intransitive (lean forward)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The crowd craned forward to see who was in the limousine.

προωθώ

phrasal verb, transitive, separable (figurative (propel)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The new legislation was driven forward by fears of mass immigration.
Ο νέος νόμος προωθήθηκε για να αποτραπεί το φαινόμενο των μαζικών μεταναστεύσεων.

οδηγώ προς τα εμπρός

phrasal verb, intransitive (steer ahead)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Instead of reversing, he drove forward into a tree.

πηγαίνω κτ ίσια, πηγαίνω κτ μπροστά

phrasal verb, transitive, separable (vehicle: steer ahead)

πηγαίνω μπροστά, προχωρώ

phrasal verb, intransitive (move ahead, advance)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Don't forget that the clocks go forward tonight.

προχωρώ, προοδεύω

phrasal verb, intransitive (figurative (make progress)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I can't seem to go forward in my career.
Φαίνεται πως δεν μπορώ να προοδεύσω στο επάγγελμά μου.

κοιτώ μπροστά, κοιτάω στο μέλλον

phrasal verb, intransitive (figurative (think about the future) (μεταφoρικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
On New Year's Day, many of us like to look forward and think about the positive changes we can make over the coming year.
Την Πρωτοχρονιά, σε πολλούς από εμάς αρέσει να κοιτάζουμε μπροστά (or: να κοιτάζουμε στο μέλλον) και να σκεφτόμαστε τις θετικές αλλαγές που μπορούμε να κάνουμε τη χρονιά που έρχεται.

ανυπομονώ για κτ, περιμένω κτ με ανυπομονησία

phrasal verb, transitive, inseparable (await [sth] with excitement)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
We look forward to our summer holiday every year.
Κάθε χρόνο περιμένουμε με ανυπομονησία τις καλοκαιρινές διακοπές.

ανυπομονώ για κτ, περιμένω κτ με ανυπομονησία

phrasal verb, transitive, inseparable (long for [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I look forward to the day when I can afford to retire.
Περιμένω με ανυπομονησία τη μέρα που θα μπορώ να βγω στη σύνταξη.

προχωρώ

phrasal verb, intransitive (advance, go forwards)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Put the car in gear so you can move forward.
Για να προχωρήσεις βάλε ταχύτητα στο αυτοκίνητο.

προοδεύω, προχωράω

phrasal verb, intransitive (figurative (make progress) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Now that I have the supplies I need, I can move forward with my project. We've moved forward as a country since the days of racial and gender discrimination.
Τώρα που έχω τα απαιτούμενα εφόδια, μπορώ να προχωρήσω το σχέδιό μου. Έχουμε προοδεύσει ως χώρα από τον καιρό των διακρίσεων βάσει φυλής ή φύλου.

τινάζομαι προς τα εμπρός

phrasal verb, intransitive (lurch or tip towards the front)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The passengers all pitched forward when the bus braked very suddenly.

προχωράω, προχωρώ

phrasal verb, intransitive (crowd: advance)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The herd pressed forward, driven by fear of the men behind them.

προχωρώ, προοδεύω

phrasal verb, intransitive (keep advancing)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Hannibal's army pushed forward over the Alps.

προωθώ κτ παρά τις δυσκολίες

(proceed with despite obstacles)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Although she did not receive enough financial aid, she pushed forward with her plan to attend the university.

προτείνω

phrasal verb, transitive, separable (propose, suggest)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The responsibilities were so overwhelming that no-one wanted to put himself forward.
Οι ευθύνες ήταν τόσο μεγάλες που κανένας δεν ήθελε να προτείνει τον εαυτό του.

πετάγομαι μπροστά

phrasal verb, intransitive (leap or propel oneself ahead)

προσφέρομαι

phrasal verb, intransitive (figurative (present oneself, volunteer)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
When the little girl went missing, many people stepped forward to search for her.
Όταν εξαφανίστηκε το κοριτσάκι πολλοί προσφέρθηκαν να το ψάξουν.

κάνω ένα βήμα μπροστά

phrasal verb, intransitive (move towards the front)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
When you hear your name called, please step forward.
Όταν ακούσεις να φωνάζουν το όνομά σου, παρακαλώ κάνε ένα βήμα μπροστά.

προχωρώ

phrasal verb, transitive, separable (advance, progress)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Steve has a great idea for a business, he just needs to find some investors to help him take it forward.

μπρος-πίσω, μπρος πίσω

adverb (to and fro)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
I've spent the whole day rushing backwards and forwards.

μεταφορά

noun (accounts: amount carried forward)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σέντερ φορ

noun (soccer position)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

γέρνω κτ προς τα εμπρός

(neck, head: lean forward)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Maria craned her neck forward to see out of the car window.

μοντέρνος

adjective (most up to date)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πηγαίνω μπροστά

intransitive verb (advance rapidly)

Fast forward to the last five minutes of the film clip - that's the funniest bit.

περνάω κτ στο γρήγορο

(advance rapidly through)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I often fast forward through the boring parts of movies.

<div>κάνω fast forward σε κτ</div><div>(<i>περίφραση</i>: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ.<i> από την Αθήνα, που ακολουθεί </i>κλπ.)</div>

transitive verb (advance rapidly)

fast forward

noun (button: advance)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
He hit fast forward, and images in the film sped by.

fast forward

noun (figurative (rapid movement)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Everything was happening so fast that she felt as though her life were on fast forward.

που γέρνει μπροστά, που γέρνει προς τα εμπρός, που έχει κλίση προς τα εμπρός

adjective (bent or tilted forwards)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

προοδευτικός

adjective (figurative (progressive) (ιδεολογία)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

προθεσμιακή αγορά

noun (future commodities trading) (χρηματοοικονομικά)

The article discusses how the forward market for coffee operates.

θετική δυναμική

noun (impetus to advance)

στρατιώτης πυροβολικού

noun (military: artillery soldier)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The assigned forward observer was killed by a sniper.

πάσα προς τα εμπρός

noun (American football)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

προγραμματισμός

noun (business: making future provisions)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

προοδευτικός

adjective (progressive, modern)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
We see ourselves as a forward-looking organization.

προοδευτικός

adjective (progressive, enlightened)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

από εδώ και στο εξής, από εδώ και πέρα

adverb (starting from now)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
From this point forward I won't smoke in the house any more.

στο μέλλον, μελλοντικά

adverb (in the future)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Going forward we really need to change how we do business.

αναμένω την απάντησή σας

expression (written, slightly formal (application, request: signing off)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Thank you for your attention, and I look forward to hearing from you soon.

αναμένω απάντησή σας

expression (written, slightly formal (application, request: signing off)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Thank you for your consideration, and I look forward to your reply.

προχωράω αργά

(progress at very slow pace)

σκύβω, γέρνω

(incline your body)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

μετακινώ κτ προς τα εμπρός

(place closer to the front)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
In order to rotate the stock, move the old product forward and put the new product behind it on the shelf.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Θα μπορούσες να μετακινήσεις τις κονσέρβες που κοντεύουν να λήξουν προς τα εμπρός;

δρόμος

noun (figurative (way to make progress) (μεταφορικά: προς κάτι)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

βάζω τα δυνατά μου, δίνω τον καλύτερό μου εαυτό

verbal expression (figurative (do your best)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I'm not really much good at it but I'll put my best foot forward.

βάζω τα δυνατά μου, δίνω τον καλύτερό μου εαυτό

verbal expression (figurative (make good impression)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Put your best foot forward at the job interview.

γυρίζω μπροστά

(move clock time ahead) (το ρολόι)

ξεκινάω, ξεκινώ

(formal (set out, begin journey)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
With their saddlebags full and joy in their hearts, they set forward on their quest.

το επόμενο βήμα

noun (figurative (how to progress, what to do next) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του forwards στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του forwards

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.