Τι σημαίνει το forth στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης forth στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του forth στο Αγγλικά.

Η λέξη forth στο Αγγλικά σημαίνει εμπρός, πέρα, μετά, ξεσπάω, παράγω, δημιουργώ, προβάλλω, εμφανίζομαι απότομα, αναπηδώ, πηδώ, καλώ για παρουσίαση, αποσπώ,εκμαιεύω, ξεκινάω, ξεκινώ, πηγαίνω, μακρηγορώ, δημηγορώ, ξεχύνομαι, προτείνω, αποτυπώνω, σκιαγραφώ, ξεκινάω, ξεκινώ, βγάζω, εκπέμπω, αναδίνω, περιγράφω, φεύγω, και ούτω καθεξής, και τα λοιπά, και ούτω καθεξής, πίσω μπρος, μπρος πίσω, παλινδρομικός, παλίνδρομος, κους-κους, πηγαινοέρχομαι, αμφιταλαντεύομαι, αμφιταλαντεύομαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης forth

εμπρός

adverb (literary (away, off, forwards)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The knight rode forth on his quest. The ship sailed forth, bound for new lands.
Ο ιππότης έφυγε ιππεύοντας για την αναζήτησή του. Το πλοίο απομακρύνθηκε με κατεύθυνση νέα εδάφη.

πέρα, μετά

adverb (used in compounds (onward in time)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
From that moment forth, Mick swore he would never tell another lie.
Από εκείνη τη στιγμή και πέρα, ο Μικ ορκίστηκε να μην ξαναπεί ψέματα.

ξεσπάω

phrasal verb, intransitive (emerge, happen suddenly)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

παράγω, δημιουργώ

phrasal verb, transitive, separable (produce, create)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

προβάλλω, εμφανίζομαι απότομα

phrasal verb, intransitive (emerge forcefully)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The baby bird burst forth from his egg, eager to greet the world.
Ο νεοσσός πρόβαλλε από το αυγό, ανυπόμονος να χαιρετήσει τον κόσμο.

αναπηδώ, πηδώ

phrasal verb, intransitive (leap or spring out)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

καλώ για παρουσίαση

phrasal verb, transitive, separable (summon)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αποσπώ,εκμαιεύω

phrasal verb, transitive, separable (bring out, elicit)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξεκινάω, ξεκινώ

phrasal verb, intransitive (military: set out)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The army went forth and fought the Romans.

πηγαίνω

phrasal verb, intransitive (biblical: set out, go)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Noah tells the animals to go forth and multiply.

μακρηγορώ, δημηγορώ

phrasal verb, intransitive (talk at length)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Prince Charles could hold forth for hours on the subject of architecture.

ξεχύνομαι

phrasal verb, intransitive (gush)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Moses struck the rock with his staff, and water poured forth.

προτείνω, αποτυπώνω, σκιαγραφώ

phrasal verb, transitive, separable (propose, outline)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξεκινάω, ξεκινώ

phrasal verb, intransitive (humorous, figurative (set out)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

βγάζω

phrasal verb, transitive, separable (release, issue)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εκπέμπω, αναδίνω

phrasal verb, transitive, separable (emit, give off)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

περιγράφω

phrasal verb, transitive, separable (present, describe)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
In his autobiography, he sets forth the story of his life.
Στην αυτοβιογραφία του περιγράφει την ιστορία της ζωής του.

φεύγω

phrasal verb, intransitive (start a journey)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The gallant knight set forth to slay the dragon.
Ο γενναίος ιππότης κίνησε να σκοτώσει τον δράκο.

και ούτω καθεξής, και τα λοιπά

adverb (et cetera)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I had to fill in a form with my name, address, and so forth.

και ούτω καθεξής

adverb (et cetera)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
First we preheat the oven, and then we measure the ingredients; mix the eggs with the sugar, and so on and so forth.

πίσω μπρος, μπρος πίσω

adverb (move: to and fro)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
The little girl rocked back and forth on the swing.

παλινδρομικός, παλίνδρομος

adjective (movement: to and fro)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
It is relaxing to sit on the beach and watch the back-and-forth motion of the waves.

κους-κους

noun (informal (conversation)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Rebecca could hear the back and forth of a conversation outside her window.

πηγαινοέρχομαι

verbal expression (move to and fro)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Mario was having treatment for cancer and was going back and forth to hospital.

αμφιταλαντεύομαι

verbal expression (figurative (vacillate)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ian was going back and forth about whether this was the right thing for him.

αμφιταλαντεύομαι

verbal expression (US, informal (change mind)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του forth στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του forth

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.