Τι σημαίνει το freedom στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης freedom στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του freedom στο Αγγλικά.

Η λέξη freedom στο Αγγλικά σημαίνει ελευθερία, ελευθερία, ελευθερία, ελευθερία, ελευθερία, ακαδημαϊκή ελευθερία, ελευθερίες, νόμος περί ελευθερίας της πληροφόρησης των ΗΠΑ, αντάρτης, στασιαστής, δικαίωμα στην ασφάλεια, δικαίωμα στη στέγη και την κατοικία, ελευθερία επιλογής, ελευθερία του λόγου, ελευθερία της έκφρασης, ελευθερία κυκλοφορίας, ελευθερία μετακίνησης, ελευθερία πίστης, ελευθερία του λόγου, ελευθερία του λόγου, ελευθερία του τύπου, ελευθερία σκέψης, σεξουαλική ελευθερία/ελευθεριότητα, ανεκτικότητα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης freedom

ελευθερία

noun (liberty)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Freedom of speech is an important basis of democracy.
Η ελευθερία του λόγου ένα σημαντικό θεμέλιο της δημοκρατίας.

ελευθερία

noun (lack of restriction)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
You have the freedom to go anywhere you want here.
Εδώ έχεις την ελευθερία να πας όπου θέλεις.

ελευθερία

noun (not slavery)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Some slaves were able to buy their freedom.

ελευθερία

noun (full access)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I'll give you the password, and you will have complete freedom to do as you wish.

ελευθερία

noun (philosophy: ability to choose)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
"Freedom is what we do with what is done to us." (Jean-Paul Sartre)

ακαδημαϊκή ελευθερία

noun (education: freedom of speech)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ελευθερίες

noun (leeway, margin of freedom allowed)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
As you grow older and more mature, your parents allow you a greater degree of freedom to do as you wish.

νόμος περί ελευθερίας της πληροφόρησης των ΗΠΑ

noun (US, initialism (Freedom of Information Act)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

αντάρτης, στασιαστής

noun (armed rebel, insurgent)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The difference between a guerrilla and a freedom fighter is entirely a matter of your point of view. Whether an insurgent is called a "freedom fighter" depends on one's concept of "freedom.".

δικαίωμα στην ασφάλεια

noun (no threat of war)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
One of Roosevelt's famous "four freedoms" was freedom from fear.

δικαίωμα στη στέγη και την κατοικία

noun (right not to live in poverty)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Freedom from want seems unobtainable for many poor people in this world.

ελευθερία επιλογής

noun (free will)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Man has freedom of choice as to whether he will follow a path of good or evil.

ελευθερία του λόγου, ελευθερία της έκφρασης

noun (law: privilege of holding opinion)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ελευθερία κυκλοφορίας, ελευθερία μετακίνησης

noun (unrestricted travel across borders)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The EU guarantees freedom of movement for all its citizens.

ελευθερία πίστης

noun (law: privilege to choose religion)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ελευθερία του λόγου

noun (right to express oneself freely)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Freedom of speech is one of the fundamental freedoms of a true democracy.

ελευθερία του λόγου

noun (right to express oneself freely)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Freedom of speech and expression broadens the concept of free speech to include the visual arts, music, and so on.

ελευθερία του τύπου

noun (right to print opinions)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The reporter refused to tell the police who gave him the information, citing his rights under freedom of the press.

ελευθερία σκέψης

noun (right to hold beliefs)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The reason most democracies separate church and state is to insure that every citizen has freedom of thought.

σεξουαλική ελευθερία/ελευθεριότητα, ανεκτικότητα

noun (tolerance, permissiveness)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The 1960s were a time of increased sexual freedom.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του freedom στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του freedom

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.