Τι σημαίνει το freeing στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης freeing στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του freeing στο Αγγλικά.

Η λέξη freeing στο Αγγλικά σημαίνει απελευθέρωση, δωρεάν, ελεύθερος, που έχει την ελευθερία να κάνει κτ, ελεύθερος, απελευθερώνω, ελευθερώνω, απαλάσσω, ελεύθερος, που έχει χρόνο να κάνει κτ, ελεύθερος για κτ, ελεύθερος, ανεξάρτητος, ανεμπόδιστος, απεριόριστος, ελεύθερος, αδέσμευτος, φαρδύς, ελεύθερος, ειλικρινής, γενναιόδωρος, χωρίς, ελεύθερος, ελεύθερα, δωρεάν, απαλλάσσω κπ από κτ, απαλλάσσω κπ από κτ, ελευθερώνω κπ/κτ από κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης freeing

απελευθέρωση

noun (release)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The country celebrated the freeing of the POWs.

δωρεάν

adjective (no charge) (χρήματα)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
For you, there's no charge - it's free!
Για σένα, δεν υπάρχει κόστος. Είναι τζάμπα!

ελεύθερος

adjective (not restrained physically)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The prisoner was free at last.
Ο φυλακισμένος ήταν επιτέλους ελεύθερος.

που έχει την ελευθερία να κάνει κτ

expression (at liberty)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The citizens were not free to criticize the government.
Οι πολίτες δεν είχαν την ελευθερία να ασκούν κριτική στην κυβέρνηση.

ελεύθερος

adjective (seat: unoccupied) (θέση)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Excuse me, is this seat free?
Συγνώμη, αυτή η θέση είναι ελεύθερη;

απελευθερώνω, ελευθερώνω

transitive verb (release, liberate [sb], [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Slaves were freed in 1865 in the USA.
Οι σκλάβοι στην Αμερική απελευθερώθηκαν (or: ελευθερώθηκαν) το 1865.

απαλάσσω

(figurative (exempt [sb] from duty) (κάποιον από κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Household appliances have freed us from many of the time-consuming chores our grandparents had to do.
Οι οικιακές συσκευές μας απάλλαξαν από πολλές χρονοβόρες δουλειές του σπιτιού που έπρεπε να κάνουν οι παππούδες μας.

ελεύθερος

adjective (person: available)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Are you free this Saturday?
Είσαι ελεύθερος αυτό το Σάββατο;

που έχει χρόνο να κάνει κτ

adjective (person: available to do [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sandra said that she would be free to help us tomorrow.
Η Σάντρα είπε ότι θα έχει χρόνο να μας βοηθήσει αύριο.

ελεύθερος για κτ

(person: available for [sth])

I'm free for coffee tomorrow morning if you fancy meeting up.
Είμαι ελεύθερος για καφέ αύριο το πρωί άμα θέλεις να βρεθούμε.

ελεύθερος

adjective (not literal)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The newspaper gave a free interpretation of events.

ανεξάρτητος

adjective (politically independent)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The former colony became free last year.

ανεμπόδιστος

adjective (view: unobstructed)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
We have a free view of the stage from here.

απεριόριστος

adjective (unfettered)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
After the divorce, he was given free access to his children.

ελεύθερος, αδέσμευτος

adjective (chemistry: uncombined)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Substances conduct because of free electrons.

φαρδύς

adjective (loose)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I prefer clothes that are free and light.

ελεύθερος

adjective (unrestrained)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Feel free to ask questions.

ειλικρινής

adjective (frank)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
If I can be free with you, I'll tell you what's wrong.

γενναιόδωρος

adjective (somewhat pejorative (lavish)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He was very free with his advice.

χωρίς

adjective (as suffix (without: [sth] undesirable)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
This tube station has step-free access.

ελεύθερος

(exempt)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Your life will be free from stress.

ελεύθερα

adverb (freely)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I love to run free along the beach.

δωρεάν

adverb (gratis)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I got this book free.

απαλλάσσω κπ από κτ

(exempt)

His hearing problem freed him from military service.

απαλλάσσω κπ από κτ

(relieve of)

Buying online will free you of the need to go to the shops.

ελευθερώνω κπ/κτ από κτ

(disengage)

He couldn't free the fishing line from the weeds.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του freeing στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του freeing

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.