Τι σημαίνει το freezing στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης freezing στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του freezing στο Αγγλικά.
Η λέξη freezing στο Αγγλικά σημαίνει παγωμένος, που έχει παγώσει, κατάψυξη, παγώνω, παγώνω, ξεπαγιάζω, ξεπαγιάζω, καταψύχω, Ακίνητος!, πάγωμα, παγώνω, κολλάω, πήζω, παγώνω, θερμοκρασία υπό το μηδέν, κρύος, παγωμένος, σημείο πήξης, διαδικασία ψύξης, βροχή η οποία παγώνει στο έδαφος, θερμοκρασία υπό το μηδέν, που δεν παγώνει. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης freezing
παγωμένοςadjective (weather, water: very cold) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) The weather is freezing here in February. Κάνει ψόφο εδώ τον Φεβρουάριο. |
που έχει παγώσειadjective (figurative, colloquial (feeling very cold) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I should have worn a coat; I'm freezing! |
κατάψυξηnoun (act of freezing) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Freezing takes too long in a freezer, so the company uses liquid nitrogen to flash freeze produce. Το πάγωμα σε καταψύκτη αργεί και έτσι η εταιρεία χρησιμοποιεί υγρό υδρογόνο για να παγώσει αμέσως το προϊόν. |
παγώνωtransitive verb (turn [sth] solid) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The scientist froze methane for an experiment. Ο επιστήμονας πάγωσε μεθάνιο για ένα πείραμα. |
παγώνωintransitive verb (turn to ice) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The water froze in the ice cube tray. Το νερό πάγωσε στη θήκη για τα παγάκια. |
ξεπαγιάζωintransitive verb (feel very cold) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Why is the air conditioning so strong? I'm freezing! Γιατί είναι τόσο δυνατός ο κλιματισμός; Ξεπάγιασα! |
ξεπαγιάζωintransitive verb (figurative (person: get very cold) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Kate's friend was taking ages to open the door. "Hurry up," Kate shouted. "Let me in before I freeze!" Η φίλη της Κέιτ αργούσε να ανοίξει την πόρτα. «Γρήγορα», φώναξε η Κέιτ. «Άνοιξέ μου πριν παγώσω!» |
καταψύχωtransitive verb (preserve) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Susan froze the extra vegetables from her garden. |
Ακίνητος!interjection (figurative (halt, stop) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) The policeman pulled out his gun and shouted, "Freeze!" |
πάγωμαnoun (figurative (spending, hiring) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The company laid off a hundred workers and put a hiring freeze in place. |
παγώνω, κολλάωintransitive verb (computer) (μεταφορικά: Η/Υ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Tom's computer froze while he was trying to finish his homework. |
πήζωintransitive verb (turn solid) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The carbon dioxide froze into dry ice. |
παγώνωtransitive verb (figurative (prevent change) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The government froze interest rates to prevent a market collapse. |
θερμοκρασία υπό το μηδένnoun (sub-zero temperatures) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) All my delicate plants died last night in the freezing cold. |
κρύος, παγωμένοςadjective (figurative (extremely cold) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) She may have a warm heart but on the outside she's freezing cold. |
σημείο πήξηςnoun (temperature: liquid turns solid) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Every liquid has a different freezing point; that of pure water is zero Celsius. |
διαδικασία ψύξηςnoun (procedure for making [sth] frozen) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
βροχή η οποία παγώνει στο έδαφοςnoun (freezes on the ground) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Freezing rain makes both walking and driving hazardous. |
θερμοκρασία υπό το μηδένnoun (sub-zero temperatures) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
που δεν παγώνειadjective (that does not freeze) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του freezing στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του freezing
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.