Τι σημαίνει το gauge στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης gauge στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του gauge στο Αγγλικά.

Η λέξη gauge στο Αγγλικά σημαίνει μετράω, μετρώ, υπολογίζω, μετρητής, διαμέτρημα, πλάτος, εύρος, πυκνότητα, μονάδα μέτρησης διαμέτρου σύρματος, μονάδα μέτρησης πάχους μεταλλικού φύλλου, πρότυπο, σκουλαρίκι για gauging, αναμειγνύω, ενέχυρο, μπουρνέλα, ρολόι μετρήσεων, δοκιμαστικό, δύσκολος να υπολογιστεί, σιδηροτροχιές μειωμένου εύρους, μανόμετρο, πιεσόμετρο, βροχόμετρο, κοινό πλάτος/εύρος ράγας, μηκυνσιόμετρο, πιεσόμετρο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης gauge

μετράω, μετρώ

transitive verb (measure)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The thermometer gauged the temperature of the engine.
Το θερμόμετρο μέτρησε τη θερμοκρασία του κινητήρα.

υπολογίζω

transitive verb (estimate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ron tried to gauge the distance to the trees.
Ο Ρον προσπάθησε να υπολογίσει την απόσταση μέχρι τα δέντρα.

μετρητής

noun (measuring instrument)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Ryan used the gauge to determine the thickness of the wire.
Ο Ράιαν χρησιμοποίησε τον μετρητή για να προσδιορίσει το πάχος του καλωδίου.

διαμέτρημα

noun (gun barrel: diameter)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Dan tried to measure the gauge of the barrel.
Ο Νταν προσπάθησε να μετρήσει το διαμέτρημα της κάννης.

πλάτος, εύρος

noun (railway: size, distance)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Continental Europe has a different track gauge than central Asia.
Η ηπειρωτική Ευρώπη έχει άλλο πλάτος σιδηροδρομικών γραμμών από ότι η κεντρική Ασία.

πυκνότητα

noun (US (knitting: degree of tension)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Paul adjusted the gauge of his knitting by switching to larger needles.

μονάδα μέτρησης διαμέτρου σύρματος

noun as adjective (wire: thickness)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Amy's earring was made of 18 gauge wire.

μονάδα μέτρησης πάχους μεταλλικού φύλλου

noun as adjective (metal: thickness)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
The worker grabbed some 25 gauge sheet metal.

πρότυπο

noun (standard measurement)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The British Board of Trade set the standard wire gauge in 1884.

σκουλαρίκι για gauging

noun (type of ear jewelry)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The man wore a gauge in each ear.

αναμειγνύω

transitive verb (mortar: mix)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The worker gauged the lime mortar with cement.

ενέχυρο

noun (US (item pledged)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Mark gave his grandfather's watch as gage.

μπουρνέλα

noun (greengage plum) (δαμάσκηνο ή κορόμηλο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ρολόι μετρήσεων

noun (measuring instrument)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Before the digital revolution most of us relied on dial gauges to measure the air pressure in our automobile tires.

δοκιμαστικό

noun (knitting: test square)

Knitting a gauge swatch before you begin a project can save a lot of time and frustration.

δύσκολος να υπολογιστεί

adjective (difficult to measure or judge)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Because it is hard to gauge the depth of the water, it is dangerous to dive in.

σιδηροτροχιές μειωμένου εύρους

noun (narrow railway track)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The trains in Lithuania run on a narrow gauge.

μανόμετρο, πιεσόμετρο

noun (instrument: measures pressure)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Check the pressure gauge to make sure the tires are full.
Έλεγξε με το πιεσόμετρο για να δεις αν τα λάστιχα χρειάζονται αέρα.

βροχόμετρο

noun (measures fallen rain)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κοινό πλάτος/εύρος ράγας

noun (normal width of railway track)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μηκυνσιόμετρο

noun (geology, mechanical) (αλλαγή μήκους)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πιεσόμετρο

noun (device: measures tire pressure)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The tire gauge showed that the tires were under-inflated.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του gauge στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του gauge

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.