Τι σημαίνει το narrow στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης narrow στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του narrow στο Αγγλικά.

Η λέξη narrow στο Αγγλικά σημαίνει στενός, στενός, στενός, περιορισμένος, στενός, στενό, στένωμα, στενεύω, περιορίζω, στενός, περιορίζω, με μικρή διαφορά, γλιτώνω παρά τρίχα, τη γλυτώνω παρά τρίχα, βαθμός λίγο κάτω από τη βάση, βαθμολογία λίγο κάτω από τη βάση, σιδηροτροχιές μειωμένου εύρους, μικρό περιθώριο, μειώνω τη διαφορά, μειώνω το χάσμα, στενόμυαλος, στενομυαλιά, βάρκα, ευυπόληπτα, ο δρόμος της αρετής, εντός περιορισμένου εύρους. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης narrow

στενός

adjective (not wide)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The narrow road made passing other cars difficult.
Ο στενός δρόμος δυσκόλευε τις προσπεράσεις.

στενός

adjective (figurative (limited in amount) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
There are a narrow range of acceptable outcomes.
Το εύρος των αποδεκτών αποτελεσμάτων είναι στενό (or: περιορισμένο).

στενός

adjective (figurative (of limited extent) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
NASA had a narrow time period to launch the rocket.
Η NASA είχε περιορισμένο χρόνο για να εκτοξεύσει τον πύραυλο.

περιορισμένος

adjective (figurative (limited in view)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Her interests are narrow, limited to science and logic.
Τα ενδιαφέροντά της είναι περιορισμένα στις επιστήμες και τη λογική.

στενός

adjective (figurative (limited in scope) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The zealot has a narrow view of history.
Ο ζηλωτής έχει στενή (or: περιορισμένη) αντίληψη της ιστορίας.

στενό, στένωμα

plural noun (narrow part of a river, strait)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
There are specialised pilots to guide boats through the narrows.
Υπάρχουν εξειδικευμένοι καπετάνιοι που οδηγούν τα καράβια μέσα από τα στενά (or: στενώματα).

στενεύω

intransitive verb (decrease in width)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The road narrows up ahead, becoming a single lane.
Ο δρόμος στενεύει μπροστά και γίνεται μία λωρίδα.

περιορίζω

transitive verb (make more narrow)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He narrowed his search to a smaller area.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ο δήμος θα στενέψει το πεζοδρόμιο και θα προσθέσει έναν ποδηλατόδρομο.

στενός

adjective (limited in resources) (μτφ, καθομιλουμένη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Given our narrow resources, we vacation at home.
Λόγω οικονομικής στενότητας, θα κάνουμε διακοπές στο σπίτι.

περιορίζω

phrasal verb, transitive, separable (possibilities: limit)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Giving the police as detailed a description as you can of the mugger will narrow down their search.
Αν δώσεις όσο το δυνατόν πιο ακριβή περιγραφή του κλέφτη στην αστυνομία θα μπορέσουν να περιορίσουν την έρευνά τους.

με μικρή διαφορά

expression (by a very small number or amount)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
He was elected president by a narrow margin.

γλιτώνω παρά τρίχα

verbal expression (experience a brush with danger)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mary had a narrow escape when a car nearly hit her.

τη γλυτώνω παρά τρίχα

noun (escape that almost failed) (μεταφορικά)

The children's parents turned extremely pale when they heard about their offspring's narrow escape.

βαθμός λίγο κάτω από τη βάση, βαθμολογία λίγο κάτω από τη βάση

noun (exam grade just below a pass)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
That was such a narrow fail, you only needed two more points to pass.

σιδηροτροχιές μειωμένου εύρους

noun (narrow railway track)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The trains in Lithuania run on a narrow gauge.

μικρό περιθώριο

noun (slight gap, small difference)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He passed the exam but by a very narrow margin.

μειώνω τη διαφορά, μειώνω το χάσμα

verbal expression (figurative (lessen the difference)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
We put her in tutoring to try to narrow the gap between her reading level and what it should be.

στενόμυαλος

adjective (prejudiced, intolerant)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I'm not so narrow-minded as to impose my personal taste on others.
Δεν είμαι τόσο στενόμυαλος ώστε να επιβάλλω το προσωπικό μου γούστο στους άλλους.

στενομυαλιά

noun (intolerance)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

βάρκα

noun (UK (boat used on canals)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ευυπόληπτα

expression (figurative (in a respectable way)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Matt has always lived his life on the straight and narrow; he's never even gotten a parking ticket!

ο δρόμος της αρετής

noun (figurative (virtuous conduct) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εντός περιορισμένου εύρους

expression (from a restricted selection)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του narrow στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του narrow

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.