Τι σημαίνει το geared στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης geared στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του geared στο Αγγλικά.

Η λέξη geared στο Αγγλικά σημαίνει με ταχύτητες, απευθύνομαι σε κπ/κτ, γρανάζι, ταχύτητα, σύνεργα, πράγματα, κτ απευθύνεται σε κτ/κπ, κτ απευθύνεται σε κπ, εξοπλίζω, μηχανισμός, ταιριάζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης geared

με ταχύτητες

adjective (having gears)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The elevator uses a geared system.

απευθύνομαι σε κπ/κτ

verbal expression (intended for)

The 10k run/walk is geared toward all levels of ability, from professional marathoners to moms with strollers.

γρανάζι

noun (machines, rotating)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
When you turn this handle, the gears will rotate.
Όταν γυρίζεις αυτήν τη χειρολαβή, τα γρανάζια περιστρέφονται.

ταχύτητα

noun (automobile transmission level) (οδήγηση)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
When you get on the highway, shift into fifth gear.
Μόλις βγεις στην εθνική οδό, βάλε πέμπτη ταχύτητα.

σύνεργα

noun (uncountable (tools, equipment)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
He kept his woodworking gear in the garage.
Φύλαγε τα ξυλουργικά εργαλεία του στο γκαράζ.

πράγματα

noun (informal, uncountable (possessions)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Dump your gear and we'll go out for a drink.
Παράτα τα πράγματά σου και θα βγούμε για ποτό.

κτ απευθύνεται σε κτ/κπ

(aim at)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The TV company geared the show toward teenage girls.
Η τηλεοπτική εταιρεία επέλεξε η εκπομπή να απευθύνεται σε έφηβα κορίτσια.

κτ απευθύνεται σε κπ

(figurative (make suitable for)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
You need to gear these advertisements to a younger demographic.
Πρέπει να προσαρμόσεις αυτές τις διαφημίσεις ώστε να απευθύνονται σε νεότερη πληθυσμιακή ομάδα.

εξοπλίζω

(often passive (fit, equip) (εγώ κάτι άλλο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The new car was geared with a turbocharged engine.
Το καινούριο αυτοκίνητο είχε μηχανή τούρμπο.

μηχανισμός

noun (mechanism)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The tiller and rudder are the steering gear of a sailing ship.

ταιριάζω

intransitive verb (fit)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
This wheel gears neatly with the driveshaft.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του geared στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του geared

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.