Τι σημαίνει το gear στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης gear στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του gear στο Αγγλικά.

Η λέξη gear στο Αγγλικά σημαίνει γρανάζι, ταχύτητα, σύνεργα, πράγματα, κτ απευθύνεται σε κτ/κπ, κτ απευθύνεται σε κπ, εξοπλίζω, μηχανισμός, ταιριάζω, κατεβάζω ταχύτητα, ελαττώνω, κατεβάζω, ρίχνω, ετοιμάζομαι, προετοιμάζομαι, ετοιμάζομαι, προετοιμάζομαι, ανεβάζω ταχύτητα, ανεβάζω ταχύτητα, ανεβάζω στροφές, εξοπλισμός μάχης, εξοπλισμός για κάμπινγκ, αλλάζω ταχύτητα, εξοπλισμός κατάδυσης, πέμπτη, πρώτη, εξοπλισμός ψαρέματος, τετάρτη, τσάντα, προετοιμάζομαι για να κάνω κτ, ετοιμάζομαι για να κάνω κτ, λεβιές ταχυτήτων, εντείνω την προσπάθειά μου, εντείνω τον ρυθμό μου, -, -, -, εξοπλισμός προσγείωσης, καλά ρούχα, προστατευτικός εξοπλισμός, εξοπλισμός καταδύσεων, δευτέρα, δεύτερη, οδοντωτός τροχός, μηχανισμός διεύθυνσης, διακόπτης, τρίτη, ατέρμονας κοχλίας, ατέρμονας κοχλίας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης gear

γρανάζι

noun (machines, rotating)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
When you turn this handle, the gears will rotate.
Όταν γυρίζεις αυτήν τη χειρολαβή, τα γρανάζια περιστρέφονται.

ταχύτητα

noun (automobile transmission level) (οδήγηση)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
When you get on the highway, shift into fifth gear.
Μόλις βγεις στην εθνική οδό, βάλε πέμπτη ταχύτητα.

σύνεργα

noun (uncountable (tools, equipment)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
He kept his woodworking gear in the garage.
Φύλαγε τα ξυλουργικά εργαλεία του στο γκαράζ.

πράγματα

noun (informal, uncountable (possessions)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Dump your gear and we'll go out for a drink.
Παράτα τα πράγματά σου και θα βγούμε για ποτό.

κτ απευθύνεται σε κτ/κπ

(aim at)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The TV company geared the show toward teenage girls.
Η τηλεοπτική εταιρεία επέλεξε η εκπομπή να απευθύνεται σε έφηβα κορίτσια.

κτ απευθύνεται σε κπ

(figurative (make suitable for)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
You need to gear these advertisements to a younger demographic.
Πρέπει να προσαρμόσεις αυτές τις διαφημίσεις ώστε να απευθύνονται σε νεότερη πληθυσμιακή ομάδα.

εξοπλίζω

(often passive (fit, equip) (εγώ κάτι άλλο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The new car was geared with a turbocharged engine.
Το καινούριο αυτοκίνητο είχε μηχανή τούρμπο.

μηχανισμός

noun (mechanism)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The tiller and rudder are the steering gear of a sailing ship.

ταιριάζω

intransitive verb (fit)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
This wheel gears neatly with the driveshaft.

κατεβάζω ταχύτητα

phrasal verb, intransitive (put vehicle into lower gear)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Truck drivers gear down on a downhill slope to keep the truck from going too fast.

ελαττώνω, κατεβάζω, ρίχνω

phrasal verb, transitive, separable (US, figurative, informal (reduce, scale down) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
With this economic crisis, we're going to have to gear down our business plans.
Με την οικονομική κρίση, θα πρέπει να ελαττώσουμε τα επιχειρηματικά μας σχέδια.

ετοιμάζομαι, προετοιμάζομαι

(put on clothing, kit)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The players were starting to gear up for the big game.
Οι παίκτες άρχιζαν να προετοιμάζονται για τον μεγάλο αγώνα.

ετοιμάζομαι, προετοιμάζομαι

(figurative, informal (mentally: get ready)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I'm trying to gear up for my final exams on Monday.
Προσπαθώ να προετοιμαστώ για τις τελικές εξετάσεις της Δευτέρας.

ανεβάζω ταχύτητα

phrasal verb, intransitive (vehicle: put in higher gear)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The driver geared up and pressed down on the accelerator as hard as he could.
Ο οδηγός ανέβασε ταχύτητα και πάτησε το γκάζι όσο πιο δυνατά μπορούσε.

ανεβάζω ταχύτητα, ανεβάζω στροφές

phrasal verb, intransitive (figurative, informal (increase work rate) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
This business needs to gear up to beat our competitors.
Για να ξεπεράσουμε τους ανταγωνιστές μας, η επιχείρηση πρέπει να ανεβάσει ρυθμούς.

εξοπλισμός μάχης

noun (armor)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εξοπλισμός για κάμπινγκ

noun (equipment for staying outdoors)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
We loaded all our camping gear into the car and set out for the Rockies.

αλλάζω ταχύτητα

(vehicle: change transmission level)

εξοπλισμός κατάδυσης

noun (clothing and apparatus used for scuba diving)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
She rented diving gear before going on vacation.

πέμπτη

noun (5th automobile gear)

The driver switched into fifth on the freeway.

πρώτη

adjective (lowest automobile gear)

Switch to first gear when going up steep hills.
Βάλε πρώτη όταν ο δρόμος είναι ανηφορικός.

εξοπλισμός ψαρέματος

noun (equipment for catching fish)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
We got up at 5:00, grabbed our fishing gear, and set out for the lake.

τετάρτη

noun (4th automobile gear)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Once he was on the highway, Tony shifted up into fourth.

τσάντα

noun (UK (carryall)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

προετοιμάζομαι για να κάνω κτ, ετοιμάζομαι για να κάνω κτ

verbal expression (figurative, informal (mentally: get ready)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Palmer is gearing up to play in the Denver Broncos' season opener vs. the Indianapolis Colts.

λεβιές ταχυτήτων

noun (vehicle's manual transmission)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
I always waggle the gear stick before starting the engine, to make sure it is in neutral. This car's gearshift is on the steering column.

εντείνω την προσπάθειά μου, εντείνω τον ρυθμό μου

expression (figurative (working quickly and hard)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

-

adverb (vehicle: engaged) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Put the car in gear then drive off slowly.
Βάλε ταχύτητα και μετά ξεκίνα αργά.

-

adjective (vehicle: with gears engaged) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
The car makes a strange noise when it is in gear.
Το αυτοκίνητο κάνει έναν περίεργο θόρυβο όταν βάζω ταχύτητα.

-

adverb (figurative (working well) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Put your brain in gear before opening your mouth!
Βάλε το μυαλό σου να δουλέψει πριν ανοίξεις το στόμα σου!

εξοπλισμός προσγείωσης

noun (parts under a plane for landing)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
The captain must lower the landing gear before bringing the plane down onto the runway.

καλά ρούχα

noun (informal (dressy clothing) (καθομιλουμένη)

προστατευτικός εξοπλισμός

noun (safety clothing)

εξοπλισμός καταδύσεων

noun (diving equipment)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I just bought $2,000 of scuba gear to start me out in my new diving hobby.

δευτέρα, δεύτερη

noun (2nd automobile gear)

On a hill, shift into second.
Όταν είσαι σε λόφο, να βάζεις δευτέρα.

οδοντωτός τροχός

noun (machinery)

μηχανισμός διεύθυνσης

noun (machinery)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

διακόπτης

noun (electronics: circuit device)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

τρίτη

noun (3rd automobile gear) (για ταχύτητες)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He downshifted to third to pass the truck.

ατέρμονας κοχλίας

noun (engineering mechanism)

ατέρμονας κοχλίας

noun (gear driven by worm)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του gear στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του gear

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.