Τι σημαίνει το holding στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης holding στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του holding στο Αγγλικά.

Η λέξη holding στο Αγγλικά σημαίνει έκταση, ιδιοκτησία, αποθηκευτικός, καθυστέρησης, αποταμίευση, αντίτυπο, κρατάω, κρατώ, περιέχω, αγκαλιάζω, περιμένω, αντέχω, αναμονή, κράτημα, αμπάρι, λαβή, κατανόηση, διαμέρισμα φορτίου, χώρος φορτίου, χώρος αποσκευών, αντέχω, κρατιέμαι, έχω, κρατάω, υποστηρίζω, κρατάω, κρατώ, έχω, κρατάω, κρατώ, κρατάω, κρατώ, φυλάω, φυλώ, παίρνω μέρος, χωράω, χωρώ, υπερασπίζομαι, υπερασπίζω, καταλαμβάνω, συνεχίζω, θεωρώ, πιστεύω, νομίζω, κάνω, έχω, κρατητήριο, ελέγχουσα εταιρεία, εταιρεία χαρτοφυλακίου, τροχιά αναμονής, δεξαμενή αποθήκευσης, δεξαμενή προσωρινής αποθήκευσης, μητρική εταιρία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης holding

έκταση

noun (real estate)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Josh leased a holding outside of town for his horse.
Ο Τζος νοίκιασε μια έκταση έξω από την πόλη για το άλογό του.

ιδιοκτησία

plural noun (finance, real estate)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Seth had a lot of holdings in the city.
Ο Σεθ είχε μεγάλη περιουσία στην πόλη.

αποθηκευτικός

adjective (for storage)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The cattle in the holding pen have plenty of water and hay.
Τα ζώα στον χώρο σταυλιζού έχουν αρκετό νερό και άχυρο.

καθυστέρησης

adjective (delaying) (σε γενική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The plane was in a holding pattern for several minutes before it was allowed to land. The conservation considered the removal of non-native species a holding action, not a final solution.

αποταμίευση

noun (act of)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Holding is just as important as spending when it comes to money.

αντίτυπο

plural noun (library books)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The city library had holdings in the hundreds of thousands on every subject imaginable.

κρατάω, κρατώ

transitive verb (grasp)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She holds her child's hand when they cross the street.
Κρατά το χέρι του παιδιού της όταν περνούν το δρόμο.

περιέχω

transitive verb (contain) (αυτή τη στιγμή)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
This container holds four litres of liquid.
Αυτό το δοχείο χωρά τέσσερα λίτρα υγρό.

αγκαλιάζω

transitive verb (embrace)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The couple held each other tightly. The mother held her crying child.
Η μητέρα πήρε αγκαλιά το μωρό της που έκλαιγε.

περιμένω

intransitive verb (on phone: wait)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Can you hold for a minute while I check that information for you?
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Παρακαλώ αναμείνατε στο ακουστικό σας.

αντέχω

intransitive verb (adhere)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Is that knot going to hold?
Θα κρατήσει αυτός ο κόμπος;

αναμονή

noun (telephone)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He was placed on hold for five minutes when he called.
Τον έβαλαν στην αναμονή για πέντε λεπτά όταν τηλεφώνησε.

κράτημα

noun (grasp)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He had a tight hold on his daughter's wrist.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Χαλάρωσε το κράτημα σου, με πονάς!

αμπάρι

noun (ship: storage area)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The dry food was kept down in the hold.

λαβή

noun (wrestling)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The wrestler used a special hold to defeat his opponent.

κατανόηση

noun (mental grasp)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The new president's hold on difficult policy issues was not strong.

διαμέρισμα φορτίου, χώρος φορτίου

noun (plane: cargo storage)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Pets travel in crates in the hold.

χώρος αποσκευών

noun (plane: bag storage)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The airline carries wheelchairs free of charge in the hold.

αντέχω

intransitive verb (continue to resist)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The dam has held through all the storms that have passed.

κρατιέμαι

(not change state)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The water level held at two feet above sea level.

έχω

transitive verb (possess)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She holds the keys to the car.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Κατέχει εξέχουσα θέση στην κυβέρνηση.

κρατάω

transitive verb (continue to have)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
His son can't hold a job; he keeps getting fired.
Ο γιος του δεν μπορεί να κρατήσει δουλειά, όλο τον απολύουν.

υποστηρίζω

transitive verb (believe that) (κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The professor holds that it is best to learn a foreign language at the earliest age possible.

κρατάω, κρατώ

transitive verb (take)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Could you hold this box for me for a minute?

έχω

transitive verb (own)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She holds the land, but it is used by the entire family.

κρατάω, κρατώ

transitive verb (have in custody)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The police held the suspect in custody.

κρατάω, κρατώ, φυλάω, φυλώ

transitive verb (retain)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We held some cash in Euros in case of emergency.

παίρνω μέρος

transitive verb (engage in) (σε κάτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I don't hold discussions with silly people.

χωράω, χωρώ

transitive verb (accommodate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
This conference room holds up to forty people.

υπερασπίζομαι, υπερασπίζω

transitive verb (military: defend)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The rebels held their position for ten hours until reinforcements arrived.

καταλαμβάνω

transitive verb (military: occupy) (επίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The army sought to hold the strategic mountaintop.

συνεχίζω

transitive verb (course: maintain)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Hold your current course for the next one hundred kilometres.

θεωρώ, πιστεύω, νομίζω

transitive verb (believe, consider)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He holds that those actions should be illegal.

κάνω

transitive verb (meeting, event: conduct)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We will hold the meeting in the conference room. // Julie is holding a party on Saturday.

έχω

transitive verb (have: an opinion) (άποψη, γνώμη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We know that not all party members hold the same position on this issue.

κρατητήριο

noun (room where [sb] is held in custody)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ελέγχουσα εταιρεία, εταιρεία χαρτοφυλακίου

noun (business)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

τροχιά αναμονής

noun (plane: flight path while waiting to land) (αεροπλάνο)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

δεξαμενή αποθήκευσης, δεξαμενή προσωρινής αποθήκευσης

noun (temporary storage place)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

μητρική εταιρία

noun (firm that owns majority of shares)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του holding στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του holding

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.