Τι σημαίνει το majority στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης majority στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του majority στο Αγγλικά.
Η λέξη majority στο Αγγλικά σημαίνει πλειοψηφία, πλειονότητα, πλειοψηφία, η πλειοψηφία, ενηλικίωση, ο άλλος κόσμος, βαθμός ταγματάρχη, απόλυτη πλειοψηφία, πλειοψηφικά, στην πλειοψηφία, στην πλειοψηφία, σιωπηλή πλειοψηφία, σιωπηρή πλειοψηφία, σχετική πλειοψηφία, τυραννία της πλειοψηφίας, συντριπτική πλειοψηφία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης majority
πλειοψηφία, πλειονότηταnoun (group of people) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The majority of people don't really care about the rest of the world. Η πλειοψηφία των ανθρώπων δεν νοιάζονται πραγματικά για τον υπόλοιπο κόσμο. |
πλειοψηφίαnoun (over 50%) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The referendum was to be decided by a simple majority. Το δημοψήφισμα θα κρινόταν με απλή πλειοψηφία. |
η πλειοψηφίαnoun (largest group) The Labour party won the majority in the last election. |
ενηλικίωσηnoun (uncountable (legal adulthood) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The teenage criminals were sentenced lightly because they hadn't reached majority yet. |
ο άλλος κόσμοςnoun (figurative (the dead) (μεταφορικά) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) Ted's grandmother went to join the majority last night. |
βαθμός ταγματάρχηnoun (rank) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The officer was promoted to majority for his exemplary service. |
απόλυτη πλειοψηφίαnoun (votes totalling more than half) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The party won the election by an absolute majority. |
πλειοψηφικάadverb (by most people, by more than half) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) They were able to pass their laws by a majority vote of 51 to 49. |
στην πλειοψηφίαadjective (the largest group) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Single women are in the majority at the company I work for. |
στην πλειοψηφίαpreposition (in most) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) In the majority of shops, credit cards are an acceptable method of payment. |
σιωπηλή πλειοψηφία, σιωπηρή πλειοψηφίαnoun (US (supporters of conservative values) The silent majority has no agenda, no power base, and no direction. |
σχετική πλειοψηφίαnoun (more than 50% of votes) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) A simple majority is all that is needed to pass the legislation. |
τυραννία της πλειοψηφίαςnoun (democracy's threat to individual rights) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The United States Bill of Rights was written to protect citizens from a tyranny of the majority. |
συντριπτική πλειοψηφίαnoun (clear majority) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του majority στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του majority
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.