Τι σημαίνει το handling στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης handling στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του handling στο Αγγλικά.

Η λέξη handling στο Αγγλικά σημαίνει χειρισμός, χειρισμός, διακίνηση, έξοδα διακίνησης, λαβή, χερούλι, πόμολο, τα καταφέρνω, τα βγάζω πέρα, πιάνω, αγγίζω, χειρίζομαι, αντιμετωπίζω, διαχειρίζομαι, εμπορεύομαι, ψευδώνυμο, αποδίδω, καλύπτω, αντιμετωπίζω, υπηρεσίες αεροδρομίου, διαχείριση χύδην υλικών, διαχείριση δεδομένων, διαχείριση πληροφοριών, επίγεια εξυπηρέτηση, κέντρο χειρισμού, έξοδα αποστολής, κόστος διαχείρισης, διαδικασία χειρισμού, διαχείριση λυμάτων. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης handling

χειρισμός

noun (touching or holding [sth] carefully, roughly, etc.)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The vase was subjected to rough handling by the removal men and suffered a few chips.
Το βάζο υπέστη άγρια μεταχείριση από τους μεταφορείς και είχε μερικά σπασίματα.

χειρισμός

noun (figurative (management of a situation)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Dana's manager did not approve of her handling of the situation.
Ο μάνατζερ της Ντάνα δεν επικροτούσε τον τρόπο που εκείνη χειρίστηκε την κατάσταση.

διακίνηση

noun (packaging and transporting [sth])

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Shipping and handling always costs a little bit extra.
Η μεταφορά και η διακίνηση πάντα στοιχίζουν λίγο παραπάνω.

έξοδα διακίνησης

noun (shipping charge)

The fee for handling was an additional ten dollars.
Το ποσό για τα έξοδα διακίνησης είναι άλλα δέκα δολάρια.

λαβή

noun (tool, object: place to grip)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Grab the axe by the handle and swing.
Πιάσε το τσεκούρι από τη λαβή και περίστρεψέ το.

χερούλι, πόμολο

noun (door) (πόρτα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He turned the handle to open the door.
Γύρισε την μπετούγια (or: πετούγια) για να ανοίξει την πόρτα.

τα καταφέρνω, τα βγάζω πέρα

transitive verb (deal with: physically) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Can you handle all the plates, or should I help you?
Μπορείς να τα καταφέρεις (or: να τα βγάλεις πέρα) με όλα τα πιάτα, ή να σε βοηθήσω;

πιάνω

transitive verb (hold)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Don't handle that vase. You might drop it.
Μην πιάνεις αυτό το βάζο. Μπορεί να σου πέσει.

αγγίζω

transitive verb (feel, touch)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I like to handle a fabric for some time before I buy it.
Μου αρέσει να πιάνω τα υφάσματα για λίγη ώρα πριν τα αγοράσω.

χειρίζομαι

transitive verb (figurative (deal with) (κάποιον/κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She handled all the finances for the family.
Χειρίζεται (or: διαχειρίζεται) όλα τα οικονομικά της οικογένειας.

αντιμετωπίζω, διαχειρίζομαι

transitive verb (cope with)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He couldn't handle the emotional effect of his father's death.
Δεν μπορούσε να διαχειριστεί τις συναισθηματικές συνέπειες από τον θάνατο του πατέρα του.

εμπορεύομαι

transitive verb (trade, deal in)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
This shop only handles designer furniture.
Αυτό το κατάστημα εμπορεύεται μόνο επώνυμα έπιπλα.

ψευδώνυμο

noun (informal (identity, pseudonym)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
His short wave radio handle was MadMax.

αποδίδω

intransitive verb (perform in a certain way)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Our new car handles well on these twisty mountain roads.

καλύπτω

transitive verb (cover subject matter)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
This magazine handles current issues in education.

αντιμετωπίζω

transitive verb (respond to)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The politician handled the difficult question by not answering it.

υπηρεσίες αεροδρομίου

noun (of luggage)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διαχείριση χύδην υλικών

noun (of shipped goods)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διαχείριση δεδομένων, διαχείριση πληροφοριών

noun (data collection, analysis)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

επίγεια εξυπηρέτηση

noun (aircraft servicing between flights) (αεροσκάφος)

κέντρο χειρισμού

noun (place where [sth] is processed)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

έξοδα αποστολής

noun (amount charged to ship [sth])

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κόστος διαχείρισης

noun (amount charged to process [sth])

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The bank charged a handling fee of £30 to convert the cheque from euros to pounds.

διαδικασία χειρισμού

noun (process for dealing with [sth])

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

διαχείριση λυμάτων

noun (treatment of waste water)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του handling στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του handling

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.