Τι σημαίνει το home country στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης home country στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του home country στο Αγγλικά.

Η λέξη home country στο Αγγλικά σημαίνει σπίτι, σπίτι, σπίτι, πατρίδα, τοποθεσία, έδρα, βάση, αρχική σελίδα, ίδρυμα, σπίτι, της πατρίδας, τέρμα, αρχική βάση, αρχική πλάκα, του σπιτιού, γηπεδούχος, εντός έδρας, επιστρέφω σπίτι, κατευθύνομαι προς τον στόχο, πλοηγούμαι, οδηγώ στην πατρίδα, στέλνω στην πατρίδα, κατευθύνω, πλησιάζω, κατευθύνομαι προς, ανέσεις, ευκολίες, στο σπίτι, εντός έδρας, στο σπίτι, στο σπίτι, μακριά από το σπίτι, πίσω, πίσω, είμαι μόνος στο σπίτι, συστήνω κπ στους γονείς, γνωρίζω κπ στους γονείς, κάνω κτ σαφές σε κτ, καθιστώ κτ σαφές σε κπ, στηρίζω την οικογένεια, είμαι επιτυχημένος, διαλυμένο σπίτι, κέντρο φιλοξενίας παιδιών, που τσούζει, στην περιοχή μου, γυρίζω σπίτι, γυρνάω σπίτι, έρχομαι σπίτι, έχω αρνητικές επιπτώσεις, αναρρωτήριο, θεραπευτήριο, απλοϊκός, κάνω κπ να συνειδητοποιήσει κτ, σύστημα ψυχαγωγίας, είμαι σαν στο σπίτι μου, αισθάνομαι σαν στο σπίτι μου, θετή οικογένεια, μακριά από το σπίτι, γραφείο κηδειών, γραφείο τελετών, φτάνω σπίτι, πάω σπίτι, πηγαίνω σπίτι, γυρνάω στην πατρίδα μου, γυρνάω στην πατρίδα, στέγη υποστηριζόμενης διαβίωσης, εορτασμός τέλους σοδειάς, οικογενειακή εστία, τσούζω, πετυχαίνω διάνα, διεύθυνση κατοικίας, τα καταφέρνω, αξιολόγηση κατοικίας, σαν το σπίτι μου, αρχική πλάκα, αρχική βάση, κεντρικά, σπιτική μπύρα, σπιτικός, κατάστημα οικιακών ειδών, κατ' οίκον περιορισμός, οι κομητείες γύρω από το Λονδίνο, οπαδοί της εντός έδρας ομάδας, οικιακή οικονομία, οικιακή οικονομία, οικιακό σύστημα ψυχαγωγίας, δάνειο εξασφαλισμένο με την αγοραία αξία ακίνητης περιουσίας, οικιακός εξοπλισμός, χαλαρός, άνετος, πατάτες στο τηγάνι, εσωτερικό μέτωπο, είδη σπιτιού, φιλενάδα, φίλη, πατριώτισσα, έδρα, οικείο περιβάλλον, στοιχείο, εθελοντικός στρατός, βοηθός στο σπίτι, ανακαίνιση, ίδρυμα που εκδίδει τον τίτλο σπουδών, οικιακή ζωή, γραφείο, κεντρικό γραφείο, Υπουργείο Εσωτερικών, κεντρική σελίδα, περιοχή κπ, σπίτι, τόπος κατοικίας, αρχική πλάκα, αρχική βάση, λιμένας νηολόγησης, λιμάνι βάσης, περιοχή ενδημίας, γιατροσόφι, τοπική κυβέρνηση, χόουμ ραν, αρχική οθόνη, τηλεόραση, υπουργός εσωτερικών, αγορές από το σπίτι, ψώνια από το σπίτι, αρχική σελίδα, πάτρια εδάφη, τελική ευθεία, κατ' οίκον εκπαίδευση, σπίτι μου σπιτάκι μου, κατ' οίκον δάσκαλος, κατ' οίκον δασκάλα, κατηχητής, κατηχήτρια, αίθουσα προβολών, βάση, η πόλη μου, η πόλη μου, πικρή αλήθεια, πάτρια εδάφη, έδρα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης home country

σπίτι

noun (house, apartment)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
They've just bought their first home.
Μόλις αγόρασαν το πρώτο τους σπίτι.

σπίτι

noun (household) (νοικοκυριό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
His home is always noisy and happy.
Το σπιτικό του είναι πάντα χαρούμενο και γεμάτο θόρυβο.

σπίτι

noun (residence)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
They have a second home on the Mediterranean.
Έχουν ένα δεύτερο σπίτι στη Μεσόγειο.

πατρίδα

noun (uncountable (native place, homeland)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I missed home a lot when I was studying abroad.
Μου έλειψε πολύ η πατρίδα μου όταν σπούδαζα στο εξωτερικό.

τοποθεσία

noun (place where [sth] is found) (όπου βρίσκεται κάτι)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Mars is home to the largest volcano in our solar system. Twickenham is the home of English rugby.
Ο Άρης είναι το μέρος με το μεγαλύτερο ηφαίστειο στο ηλιακό μας σύστημα.

έδρα, βάση

noun (headquarters, main office) (κέντρο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Detroit is the home of the US's automobile industry.
Το Ντιτρόιτ είναι η έδρα (or: βάση) της αμερικανικής αυτοκινητοβιομηχανίας.

αρχική σελίδα

noun (uncountable (website's main page)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
When you click on 'home', a new window pops up.
Όταν κάνεις κλικ στην αρχική σελίδα εμφανίζεται ένα νέο παράθυρο.

ίδρυμα

noun (institution, asylum)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
She's living in an old peoples' home.
Μένει σε ένα ίδρυμα για ηλικιωμένους.

σπίτι

adverb (toward or to home) (προς το σπίτι)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Let's go home.
Πάμε σπίτι.

της πατρίδας

adjective (of one's country)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
When we travel abroad, it's good to find a home newspaper from time to time.

τέρμα

noun (uncountable (games: destination)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I can make it to home with one more roll of the dice.

αρχική βάση, αρχική πλάκα

noun (uncountable (baseball: home plate)

He stole from third base to home.

του σπιτιού

noun as adjective (domestic)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He's really into home decorating right now.
Τώρα ασχολείται πολύ με τη διακόσμηση του σπιτιού.

γηπεδούχος

noun as adjective (sports: local)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The home team is going to win the game.

εντός έδρας

noun as adjective (sports: game played locally)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
It's a home game today.

επιστρέφω σπίτι

intransitive verb (go or return to home)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
This pigeon always homes the quickest.

κατευθύνομαι προς τον στόχο

intransitive verb (military: go towards a target)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The missile homed on the heat radiation given off by the tank.

πλοηγούμαι

intransitive verb (navigate) (επίσημο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
We're homing in on our target.

οδηγώ στην πατρίδα, στέλνω στην πατρίδα

transitive verb (bring, send home) (τόπος καταγωγής)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He managed to home a pigeon all the way from France to England.

κατευθύνω

transitive verb (direct to a target)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The missile was homed to its target.

πλησιάζω

phrasal verb, intransitive (move towards a target, etc.)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Drug dealers beware: police are homing in.

κατευθύνομαι προς

phrasal verb, transitive, inseparable (go towards: a target, etc.)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Airplane pilots use radar, wind speed and direction, and air traffic reports to home in on the destination airport .

ανέσεις, ευκολίες

plural noun (amenities, facilities)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The hotel room has all the comforts of home.

στο σπίτι

adverb (in own house)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
I left my wallet at home.
Άφησα το πορτοφόλι μου στο σπίτι.

εντός έδρας

adverb (sport: in own ground)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
The team have never lost at home.

στο σπίτι

adjective (in own house)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Josie is hoping to have an at-home birth.

στο σπίτι

noun (US (reception in own house)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Charles is hosting an at-home in his new apartment.

μακριά από το σπίτι

expression (not where you live)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πίσω

adverb (informal (in your town or country of origin) (στην χώρα καταγωγής)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Doris missed her life back home in Australia.

πίσω

adverb (to your house again)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Steve drove us back home after the party.

είμαι μόνος στο σπίτι

verbal expression (child: be left unsupervised)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Since Billy's parents were out for the day, he was left home alone.

συστήνω κπ στους γονείς, γνωρίζω κπ στους γονείς

verbal expression (informal (introduce to parents)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
We're nervous because she's bringing her boyfriend home tonight.
Είμαστε αγχωμένοι, γιατί θα μας γνωρίσει τον φίλο της απόψε.

κάνω κτ σαφές σε κτ, καθιστώ κτ σαφές σε κπ

verbal expression (with object: make clear)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
My car accident really brought home to me the importance of wearing a seat belt.
Το τροχαίο μου με έκανε να συνειδητοποιήσω την σημασία του να φοράει κανείς ζώνη ασφαλείας.

στηρίζω την οικογένεια

verbal expression (figurative, informal (support family)

Dean was glad to graduate so he could finally help bring home the bacon.

είμαι επιτυχημένος

verbal expression (figurative, informal (be successful)

διαλυμένο σπίτι

noun (family: parents separated) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
My parents divorced when I was a baby, so I grew up in a broken home.

κέντρο φιλοξενίας παιδιών

noun (care institution for minors)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

που τσούζει

expression (figurative (affecting [sb] personally) (μτφ, ανεπ, καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I was upset by the film; the issues raised in it were very close to home.

στην περιοχή μου

expression (locally)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I like to shop close to home to support local businesses.

γυρίζω σπίτι, γυρνάω σπίτι, έρχομαι σπίτι

verbal expression (return to your home)

Come straight home after school today, young man! Finn's parents were anxious when he failed to come home after going to the pub with his friends.

έχω αρνητικές επιπτώσεις

verbal expression (figurative (become a problem)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The company's financial problems came home to roost and it nearly went bankrupt.

αναρρωτήριο, θεραπευτήριο

noun (sanatorium)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
After surgery I needed six weeks of rehabilitation in a convalescent home.
Μετά το χειρουργείο πέρασα έξι εβδομάδες σε ένα θεραπευτήριο για την ανάρρωσή μου.

απλοϊκός

adjective (US, informal (simple, rural)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κάνω κπ να συνειδητοποιήσει κτ

(figurative (instil or impress the truth of [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
My dad's funeral really drove home the fact that he was gone forever.

σύστημα ψυχαγωγίας

noun (stereo: hifi)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

είμαι σαν στο σπίτι μου, αισθάνομαι σαν στο σπίτι μου

verbal expression (informal, figurative (be comfortable)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
This is such a welcoming village - I feel right at home here.
Αυτό το χωριό είναι τόσο φιλόξενο, που αισθάνομαι σαν στο σπίτι μου.

θετή οικογένεια

noun (child's temporary home)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Before being adopted she spent three years in a foster home.

μακριά από το σπίτι

adverb (away from where one lives)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
It was beginning to snow and I was still an hour from home.

γραφείο κηδειών, γραφείο τελετών

noun (mortuary: burials and cremations)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

φτάνω σπίτι

intransitive verb (arrive at one's house)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I just got home from work. Call me when you get home.
Μόλις έφτασα σπίτι από τη δουλειά. Τηλεφώνησέ μου όταν φτάσεις σπίτι.

πάω σπίτι, πηγαίνω σπίτι

verbal expression (to house)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The party's over, it's time to go home.
Το πάρτι τελείωσε, είναι ώρα να πάω σπίτι.

γυρνάω στην πατρίδα μου, γυρνάω στην πατρίδα

verbal expression (to country)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Lisa had spent five years working overseas and was looking forward to going home.
Η Λίζα πέρασε πέντε χρόνια δουλεύοντας στο εξωτερικό και ανυπομονούσε να γυρίσει στην πατρίδα της.

στέγη υποστηριζόμενης διαβίωσης

noun (for people with special needs)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Lucy is autistic, but she lives in a group home and has a job she loves.

εορτασμός τέλους σοδειάς

noun (celebration of the end of the harvest)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Harvest home is one of the great traditions of the agricultural cycle.

οικογενειακή εστία

noun (domestic realm)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τσούζω

verbal expression (figurative (affect [sb] personally) (μτφ, καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Even though he wasn't talking about me, the speaker's comments about being sympathetic to your children hit close to home.

πετυχαίνω διάνα

(informal, figurative (make impact) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The extent of Ruth's weight problem really hit home when she saw a picture of herself on a night out.

διεύθυνση κατοικίας

noun (address of where you live)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

τα καταφέρνω

expression (UK, informal (having achieved your goal)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αξιολόγηση κατοικίας

noun (evaluating a house's suitability or safety)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σαν το σπίτι μου

noun (place [sb] feels comfortable)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Although it's not my country, Japan is my home away from home.
Αν και δεν είναι η χώρα μου, νιώθω σαν στο σπίτι μου στην Ιαπωνία.

αρχική πλάκα, αρχική βάση

noun (baseball: home plate) (μπέιζμπολ)

κεντρικά

noun (headquarters, center of action)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

σπιτική μπύρα

noun (beer: home-produced)

Peter had made some home brew which we drank together.

σπιτικός

noun as adjective (US, informal, figurative (made at home)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κατάστημα οικιακών ειδών

noun (US (large store)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κατ' οίκον περιορισμός

noun (house arrest)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

οι κομητείες γύρω από το Λονδίνο

plural noun (UK (counties surrounding London)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

οπαδοί της εντός έδρας ομάδας

noun (supporters at sports team's own ground)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

οικιακή οικονομία

(abbreviation (home economics) (μάθημα)

οικιακή οικονομία

noun (school: cookery, textiles, etc.)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Home economics was only required for young women when I was a child; but it was the boys who needed it the most.

οικιακό σύστημα ψυχαγωγίας

noun (TV, speaker unit)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

δάνειο εξασφαλισμένο με την αγοραία αξία ακίνητης περιουσίας

noun (second mortgage)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

οικιακός εξοπλισμός

plural noun (domestic fixtures and furniture)

χαλαρός, άνετος

adjective (informal (sure of safety, success) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πατάτες στο τηγάνι

plural noun (US (pan-fried potatoes) (σε ακανόνιστα κομμάτια ή κυβάκια)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εσωτερικό μέτωπο

(warfare)

είδη σπιτιού

plural noun (furniture, décor for house)

Your choice of home furnishings says a lot about you to your visitors.

φιλενάδα, φίλη

noun (slang (urban slang: female friend)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πατριώτισσα

noun (slang (female from inner city) (καθομ: συμπατριώτισσα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

έδρα

noun (sports team's stadium or field) (αθλητικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

οικείο περιβάλλον

noun (familiar surroundings)

στοιχείο

noun (figurative (area of competence)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

εθελοντικός στρατός

noun (volunteer army)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
During the war, the Home Guard was composed mainly of men who weren't eligible for conscription.

βοηθός στο σπίτι

noun (domestic assistant)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

ανακαίνιση

noun (US (do-it-yourself)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I'm going to the home improvement store for a screwdriver, some concrete blocks, and a can of paint.

ίδρυμα που εκδίδει τον τίτλο σπουδών

noun (university that awards a qualification)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

οικιακή ζωή

noun (life at home)

γραφείο

noun (working area in one's house) (μέσα στο σπίτι)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
She shut the door to her home office to drown out the kids' noise.

κεντρικό γραφείο

noun (business: company's central location)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Microsoft has its home office in Seattle.

Υπουργείο Εσωτερικών

noun (UK, abbreviation (government: domestic affairs department)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The Home Office deals with immigration and passport applications.

κεντρική σελίδα

noun (website's introductory page)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Click here to return to our home page.

περιοχή κπ

noun (local area)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σπίτι

noun (house that you live in)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

τόπος κατοικίας

noun (location where you live)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

αρχική πλάκα, αρχική βάση

noun (baseball: batter's station) (μπέιζμπολ)

A pitcher must throw the ball over home plate for it to be declared a "strike.".

λιμένας νηολόγησης

noun (where ship is registered)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

λιμάνι βάσης

noun (where ship operates)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

περιοχή ενδημίας

noun (area where an animal usually lives)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

γιατροσόφι

noun (treatment using household items)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
My grandma´s home remedy for a cough is a big spoonful of honey.

τοπική κυβέρνηση

noun (self-government)

χόουμ ραν

noun (baseball: run scored by batter on single hit) (μπέιζμπολ)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The batter hit a home run and began his ceremonial trot around the bases.
Ο ροπαλοφόρος πέτυχε ένα χόουμ ραν και ξεκίνησε το εθιμοτυπικό του τρέξιμο γύρω απ' όλες τις βάσεις.

αρχική οθόνη

noun (on computer device)

τηλεόραση

noun (US (television)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

υπουργός εσωτερικών

noun (UK (minister for immigration and security)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)
The new Home Secretary has addressed a conference of chief police officers.

αγορές από το σπίτι, ψώνια από το σπίτι

noun (buying items via tv or internet)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αρχική σελίδα

noun (main web page)

πάτρια εδάφη

noun (one's native country)

The Army has never lost a battle on its home soil.

τελική ευθεία

noun (final stages of race or journey)

As they approached the home stretch, the two runners engaged in a thrilling race to the finish line.

κατ' οίκον εκπαίδευση

(education)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

σπίτι μου σπιτάκι μου

expression (preference for own home)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κατ' οίκον δάσκαλος, κατ' οίκον δασκάλα

noun (private tutor)

κατηχητής, κατηχήτρια

noun (religion: Mormon priest) (Μορμόνοι)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

αίθουσα προβολών

noun (room with big-screen TV setup)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Watching TV in their new home theater felt like being at the movies.

βάση

expression (place [sb/sth] is based)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
North Carolina is home to many companies, including Bank of America.
Η Βόρεια Καρολίνα αποτελεί τη βάση πολλών εταιρειών, συμπεριλαμβανομένης και της Τράπεζας των ΗΠΑ.

η πόλη μου

noun (town or city where one grew up)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Linda had not been back to her home town of Sydney for many years.

η πόλη μου

noun (town or city where one lives)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Pinehurst residents have plenty of reasons to be proud of their hometown.

πικρή αλήθεια

noun (informal, often plural ([sth] hard to acknowledge)

πάτρια εδάφη

noun (figurative (one's native country)

έδρα

noun (sports team's own playing field) (αθλητικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Our team always plays better when they´re on home turf.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του home country στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του home country

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.