Τι σημαίνει το greater στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης greater στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του greater στο Αγγλικά.
Η λέξη greater στο Αγγλικά σημαίνει μεγαλύτερος, μεγαλύτερος, μεγαλύτερος, τέλειος, μεγάλος, πολύ μεγάλος, τεράστιος, τεράστιος, μεγάλος, σπουδαίος, σημαντικός, μεγάλος, σπουδαίος, σημαντικός, κεντρικός, τεράστιος, ευγενής, ξακουστός, υπέροχος, καταπληκτικός, θαυμάσιος, φοβερός, τρομερός, τέλεια, τέλεια!, σπουδαία προσωπικότητα, σημαντική προσωπικότητα, Αρχή Μείζονος Λονδίνου. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης greater
μεγαλύτεροςadjective (bigger: in quantity) (αριθμός, ποσότητα) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Enter your income or $20,000, whichever is greater. Συμπληρώστε το εισόδημά σας ή $20.000, οποιοδήποτε ποσό είναι μεγαλύτερο. |
μεγαλύτεροςadjective (larger: in size) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The map suggests that the area of Seattle is greater than that of Cleveland. Σύμφωνα με τον χάρτη, η επιφάνεια του Σιάτλ είναι μεγαλύτερη από του Κλήβελαντ. |
μεγαλύτεροςadjective (more important) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Our greater concern is that the money will run out. Η μεγαλύτερή μας ανησυχία είναι ότι θα τελειώσουν τα χρήματα. |
τέλειοςadjective (informal (excellent) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The concert was great! Η συναυλία ήταν τέλεια! |
μεγάλοςadjective (numerous) (αριθμός, πλήθος κλπ) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) There was a great crowd outside the door. Υπήρχε μεγάλο πλήθος έξω από την πόρτα. |
πολύ μεγάλοςadjective (unusual in intensity) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) He had a great love for the Scottish Highlands. Έτρεφε πολύ δυνατή αγάπη για τα Χάιλαντς της Σκωτίας. |
τεράστιοςadjective (unusual in degree) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The party was a great success. Το πάρτι είχε πολύ μεγάλη επιτυχία. |
τεράστιοςadjective (unusual in power) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Her death was a great blow to him. Ο θάνατός της ήταν τεράστιο χτύπημα για αυτόν. |
μεγάλος, σπουδαίος, σημαντικόςadjective (important) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Beethoven's Ninth is one of the great pieces of music of its era. Η Ενάτη Συμφωνία του Μπετόβεν είναι ένα από τα μεγάλα έργα της εποχής του. |
μεγάλος, σπουδαίος, σημαντικόςadjective (eminent) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Churchill was one of Britain's great leaders. Ο Τσόρτσιλ ήταν ένας από τους μεγάλους (or: σπουδαίους) ηγέτες της Βρετανίας. |
κεντρικόςadjective (principal, chief) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The ball will be held in the Great Hall. Ο χορός θα δοθεί στην αίθουσα χορού. |
τεράστιοςadjective (very large) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) A tsunami is a great wave, often caused by an earthquake or volcano. Το τσουνάμι είναι ένα τεράστιο κύμα που προκαλείται συχνά από σεισμό ή ηφαίστειο. |
ευγενήςadjective (lofty) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) He's full of great thoughts. |
ξακουστόςadjective (of good reputation) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) He came from a great family. |
υπέροχος, καταπληκτικός, θαυμάσιοςadjective (very admirable) (θαυμαστός) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) That was a great speech you gave. Φοβερός (or: Τέλειος) ο λόγος που έβγαλες. |
φοβερός, τρομερόςadjective (informal (expert) (μτφ: σε κτ, στο να κάνω κτ) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) She's great at crosswords. Δεν παίζεται στα σταυρόλεξα. |
τέλειαadverb (US, informal (very well) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) You did great. Τα πήγες πολύ καλά. |
τέλεια!interjection (excellent!) (καθομιλουμένη) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) You got the job? Great! Πήρες τη δουλειά; Πολύ ωραία! |
σπουδαία προσωπικότητα, σημαντική προσωπικότηταnoun ([sb] important) He's one of history's greats. |
Αρχή Μείζονος Λονδίνουnoun (UK (government body of London) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του greater στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του greater
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.