Τι σημαίνει το indicatif στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης indicatif στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του indicatif στο Γαλλικά.
Η λέξη indicatif στο Γαλλικά σημαίνει οριστική, οριστικός, ενδεικτικός, υποδηλωτικός, διακριτικό σήμα, αριθμός, κωδικός STD, κωδικός περιοχής, τηλεφωνικός κωδικός, ελπίζω, υποψία, ελπίζω, -, οπουδήποτε, όπου, ομολογουμένως, αν και, μολονότι, εκτός, ενώ, μολονότι, οπουδήποτε, παρόλο που, ακόμα και αν, ακόμα και στην περίπτωση που, εφόσον, αρκεί να, μουσικό σήμα, ευρέως γνωστός, ενεστώτας, αδρός δείκτης, τολμώ να υποθέσω, τολμώ να πω, υποπίπτει στην αντίληψη, νομίζω, πιστεύω, ενημερώνω, πληροφορώ, δεν έχω αμφιβολία ότι/πως, νομίζω, πιστεύω, πιστεύω, θεωρώ, υποθέτω, πιστεύω, υπενθυμίζω, θυμίζω, και ας, αισθάνομαι, νιώθω, νομίζω ότι θα, πιστεύω, ισχυρίζομαι, υποστηρίζω, ενώ, τυχαίνει, ακούω, εξασφαλίζω, αισθάνομαι, επαληθεύω ότι/πως, φαίνεται, αισθάνομαι, νιώθω, οπουδήποτε, όπου, σήμα εκπομπής, σύμφωνα με, θεωρώ, πιστεύω, νομίζω, δηλώνω, πιστεύω, ευεπλιστώ, ελπίζω, παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης indicatif
οριστικήnom masculin (Grammaire) (γραμματική) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La grande majorité des phrases en prose sont écrites à l'indicatif. Η ευρεία πλειοψηφία των προτάσεων στον πεζό είναι λόγο είναι στην οριστική. |
οριστικόςnom masculin (Grammaire) (γραμματική) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) On utilise l'indicatif pour rapporter des faits et des opinions. Η οριστική έγκλιση χρησιμοποιείται για να αναφέρει γεγονότα και γνώμες. |
ενδεικτικός, υποδηλωτικόςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
διακριτικό σήμαnom masculin (Radio) |
αριθμόςnom masculin (Radio) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
κωδικός STDnom masculin (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
κωδικός περιοχήςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
τηλεφωνικός κωδικόςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Pour faire un appel longue distance, il faut composer l'indicatif téléphonique avant le numéro de téléphone. |
ελπίζω(να γίνει κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ελπίζουμε να αναρρώσεις γρήγορα. |
υποψία(συχνά πληθυντικός) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'inspectrice n'avait pas encore de preuves, mais elle avait des soupçons sur l'individu qui avait commis le crime. Η ντετέκτιβ δεν είχε βρει ακόμα αποδείξεις, αλλά είχε υποψίες για το ποιος είχε διαπράξει το έγκλημα. |
ελπίζω(να γίνει κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ελπίζουμε να μπορέσουμε να αλλάξουμε σπίτι πριν το τέλος του επόμενου έτους. |
-
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) John s'est dépêché, pensant qu'il était en retard. Περπατάει κιόλας το μωρό; // Ο Τζον βιάστηκε νομίζοντας ότι έχει αργήσει. // Άκουσα την Έρικα να φτερνίζεται στο διπλανό δωμάτιο. |
οπουδήποτε, όπουconjonction (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Je te suivrai où que tu ailles (or: partout où tu iras). Οπουδήποτε (or: Όπου) κι αν πας, θα σε ακολουθήσω. |
ομολογουμένως
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Il est vrai que je t'ai caché des choses. |
αν και, μολονότι(opposition) (σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.) Je la vois tout le temps, bien que (or: quoique) je ne lui dise jamais un mot. Τη βλέπω διαρκώς. Ωστόσο, ποτέ δεν της μιλάω. |
εκτός
(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.) Allons au magasin, à moins que tu n'aies une meilleure idée. Πάμε τώρα στο κατάστημα, εκτός κι αν έχεις καμιά καλύτερη ιδέα. |
ενώ, μολονότι
(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.) Bien qu'il soit un joueur très doué, il n'a aucune discipline. Αν και είναι πολύ έμπειρος παίχτης, δεν έχει καθόλου αυτοπειθαρχία. |
οπουδήποτε
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) L'aventurier était déterminé à réussir, où qu'il voyageât. |
παρόλο που
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Linda est venue travailler bien qu'elle soit malade. Παρόλο που έβρεχε, αποφάσισα να πάω στη βιβλιοθήκη με τα πόδια. |
ακόμα και αν, ακόμα και στην περίπτωση πουconjonction (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Même si on ne se revoit jamais, je ne t'oublierai jamais. J'aimerais toujours le chocolat même si tout le monde le détestait. Ακόμα κι αν δεν ειδωθούμε ποτέ ξανά, θα σε θυμάμαι για πάντα. Θα συνέχιζα να λατρεύω τη σοκολάτα, ακόμα κι αν όλοι τη μισούσαν. |
εφόσον, αρκεί να
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Θα είμαι ικανοποιημένος, αρκεί να βγαίνει κάθε μέρα ο ήλιος. |
μουσικό σήμαnom féminin (pour une émission TV) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) J'accours depuis la cuisine lorsque j'entends l'indicatif musical de mon émission préférée. |
ευρέως γνωστός
(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) Il est de notoriété publique que fumer provoque le cancer. |
ενεστώτας(grammaire anglaise) (γραμματική) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Le présent est l'un des premiers temps que l'on enseigne aux élèves qui apprennent l'anglais. |
αδρός δείκτηςadjectif À titre indicatif, les loyers devraient augmenter cette année de 2 à 3 pour cent. |
τολμώ να υποθέσω, τολμώ να πω
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Je suppose que tu dois avoir faim après ta longue marche. Να υποθέσω ότι πεινάς μετά τον περίπατό σου; |
υποπίπτει στην αντίληψηverbe pronominal (changement de sujet) (επίσημο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La direction s'est aperçue que beaucoup d'employés utilisent les ordinateurs pour jouer. Η διεύθυνση έχει παρατηρήσει ότι πολλοί εργαζόμενοι χρησιμοποιούν τους υπολογιστές για να παίζουν παιχνίδια. |
νομίζω(opinion) (ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je pense que nous devrions prendre cette route. Peut-être que ce tableau irait mieux sur ce mur, qu'est-ce que tu en penses ? Νομίζω πως πρέπει να πάρουμε αυτόν τον δόμο. |
πιστεύω(ότι, πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je crois que Dieu existe. Πιστεύω ότι ο Θεός υπάρχει. |
ενημερώνω, πληροφορώ(κάποιον ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nous sommes au regret de vous informer que votre compte a été suspendu. Λυπούμαστε που σας πληροφορούμε πως ο λογαριασμός σας έχει απενεργοποιηθεί. |
δεν έχω αμφιβολία ότι/πως
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
νομίζω, πιστεύωverbe transitif (ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je crois que Tom vient avec nous. Je vais lui demander. Νομίζω ότι ο Τομ θα έρθει μαζί μας. Θα τον ρωτήσω. |
πιστεύω(ότι, πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je suis sûr qu'il reviendra comme il l'avait promis. Πιστεύω ότι θα γυρίσει, όπως υποσχέθηκε. |
θεωρώ, υποθέτω, πιστεύω(ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'imagine que vous êtes le nouveau shérif. Il est midi alors Glenn doit être au pub, j'imagine. Υποθέτω ότι είσαι ο νέος σερίφης. Είναι ώρα μεσημεριανού, οπότε πιστεύω πως ο Γκλεν θα είναι στην παμπ. |
υπενθυμίζω, θυμίζω(σε κάποιον ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Rappelle-moi que j'ai un rendez-vous chez le médecin demain ! Θύμισέ μου ότι έχω ραντεβού με τον γιατρό αύριο! |
και αςconjonction (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Je ne l'appellerais pas, même s'il me suppliait. Δεν θα του τηλεφωνούσα δεν πα να με ικέτευε. |
αισθάνομαι, νιώθω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) J'ai l'impression que des fourmis me courent dessus. Έχω την αίσθηση ότι υπάρχουν μικρά μυρμήγκια που τρέχουν πέρα δώθε στο δέρμα μου. |
νομίζω ότι θα(intention) (κάνω κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je pense que je vais aller à l'épicerie maintenant. Σκέφτομαι να πάω στο μανάβικο τώρα. |
πιστεύω(ότι, πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je crois qu'il ne pleuvra pas demain, mais je ne suis pas sûr. Πιστεύω ότι δε θα βρέξει αύριο, αλλά δεν είμαι σίγουρη. |
ισχυρίζομαι, υποστηρίζωverbe transitif (affirmer) (κάτι ή ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il soutenait que le tireur portait un sweat-shirt noir. Ισχυρίστηκε (or: Υποστήριξε) ότι ο σκοπευτής φορούσε ένα μαύρο πουλόβερ. |
ενώ
Même si je suis contente qu'il séjourne chez nous, j'aimerais beaucoup qu'il ne boive pas tout le lait. Αν και χαίρομαι που ήρθε να μείνει σε εμάς, εύχομαι να μην τελείωνε όλο το γάλα! |
τυχαίνει(dans questions surtout) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Tu n'aurais pas vu mes clefs, par hasard ? Μήπως είδες κατά τύχη τα κλειδιά μου; |
ακούω(ότι, πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tu as entendu que M. Johnson était mort ? Έμαθες ότι ο κύριος Τζόνσον πέθανε; |
εξασφαλίζωverbe pronominal (ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Comme Georges voulait s'assurer d'obtenir un bon siège, il a acheté ses places de théâtre un mois à l'avance. |
αισθάνομαι(ότι, πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il estimait (or: Il pensait) que ce qu'elle avait fait était injuste. Αισθανόταν ότι οι πράξεις της ήταν άδικες. |
επαληθεύω ότι/πως(αν θεωρώ ότι ισχύει) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Vérifiez que le solde de mon compte est au moins de quatre cents dollars, s'il-vous-plaît. Παρακαλώ επαληθεύστε ότι το υπόλοιπο του λογαριασμού μου είναι τουλάχιστον τετρακόσια δολάρια. |
φαίνεται
(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) Tu as l'air d'avoir besoin de vacances ! Φαίνεται να έχεις πραγματικά ανάγκη από διακοπές! |
αισθάνομαι, νιώθωlocution verbale (ότι κάτι έχει ιδιότητα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le sol donne l'impression d'être mouillé. Ένιωσα ότι το πάτωμα ήταν υγρό. |
οπουδήποτε, όπουconjonction (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Où que nous allions en vacances, il pleut toujours. |
σήμα εκπομπήςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
σύμφωνα μεverbe transitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La légende veut que les lacs soient les empreintes d'un géant. |
θεωρώ, πιστεύω, νομίζω(affirmer) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il maintient que ces actes devraient être illégaux. |
δηλώνω(raconter) (ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il rapporta (or: relata) qu'il avait vu l'homme le plus grand frapper l'autre en premier. |
πιστεύωverbe transitif (ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je crois que mon problème avec le tuteur se résoudra tout seul. |
ευεπλιστώ, ελπίζωverbe transitif (να έγινε κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'espère que vous avez passé un bon moment. |
παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι(ως κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Larry se considérait comme un expert. Ο Λάρυ παρουσιάζει τον εαυτό του ως ειδικό. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του indicatif στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του indicatif
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.