Τι σημαίνει το joke στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης joke στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του joke στο Αγγλικά.

Η λέξη joke στο Αγγλικά σημαίνει αστείο, ανέκδοτο, λέω αστεία, φάρσα, πλάκα, νούμερο, ξεφτίλα, παιχνίδι, αστείο, αστειεύομαι, αστεία, χυδαίο αστείο, λέω ένα αστείο, λέω κάτι αστείο, πονηρό αστείο, βρόμικο αστείο, δικό μας αστείο, δικό μας αστείο, αστειεύομαι για κτ, κάνω πλάκα για κτ, δεν είναι μικρό πράγμα, δεν είναι αστεία υπόθεση, δεν είναι αστείο, Χωρίς πλάκα, Πέρα από την πλάκα, Δεν κάνω πλάκα, φάρσα, επαναλαμβανόμενο αστείο, αστείο που το λέμε συχνά, σηκώνω αστεία, λέω ένα αστείο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης joke

αστείο

noun (funny comment)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He kept making funny jokes about the people there.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Του αρέσει να λέει χωρατά για να γελούν οι φίλοι του.

ανέκδοτο

noun (amusing story)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He told a joke about a priest, a rabbi and an imam.
Είπε ένα ανέκδοτο με έναν παπά, έναν ραβίνο κι έναν ιμάμη.

λέω αστεία

intransitive verb (tell or make jokes)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
We were joking all night.
Λέγαμε αστεία όλο το βράδυ.

φάρσα, πλάκα

noun (prank)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He played a joke on the unsuspecting actress.

νούμερο

noun (figurative, informal (laughingstock) (καθομ, μτφ, μειωτικό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
That stupid guy is the biggest joke around!

ξεφτίλα

noun (figurative, informal ([sth] ridiculous) (καθομιλουμένη, μειωτικό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
His violin playing is a sad joke.

παιχνίδι, αστείο

noun (figurative, informal ([sth] trivial) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
War is no joke.

αστειεύομαι

phrasal verb, intransitive (informal (speak lightheartedly)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

αστεία

adverb (for humorous effect)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Don't be upset, that comment was meant as a joke.

χυδαίο αστείο

noun (informal, figurative (obscene joke)

λέω ένα αστείο, λέω κάτι αστείο

verbal expression (make a funny remark)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sometimes if you crack a joke, it lightens the mood.

πονηρό αστείο, βρόμικο αστείο

noun (vulgar piece of humour)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He was accused of sexual harassment because he kept telling dirty jokes at work.

δικό μας αστείο

noun (informal (private joke)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δικό μας αστείο

noun (private joke understood only by a few)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αστειεύομαι για κτ, κάνω πλάκα για κτ

(talk about humorously)

She joked about his moustache.
Αστειεύτηκε για το μουστάκι του.

δεν είναι μικρό πράγμα, δεν είναι αστεία υπόθεση, δεν είναι αστείο

noun (informal ([sth] serious)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
It's no joke when you trap your fingers in a car door.

Χωρίς πλάκα, Πέρα από την πλάκα, Δεν κάνω πλάκα

interjection (informal (I'm serious)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No joke, John, she's really angry with you.

φάρσα

noun (trick, prank)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Many people play practical jokes on their unsuspecting friends on April first.

επαναλαμβανόμενο αστείο

noun ([sth] humorous that is repeated)

Heidi only saw the last five minutes of the movie, so she didn't understand that the phrase was part of a running joke that started in the first ten minutes.

αστείο που το λέμε συχνά

noun ([sth] that is recurrently funny)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
It's a running joke in our family that Dad can't make pancakes.

σηκώνω αστεία

verbal expression (informal (have a sense of humour) (μτφ, καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

λέω ένα αστείο

verbal expression (recount a humorous story)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του joke στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του joke

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.