Τι σημαίνει το jardin στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης jardin στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του jardin στο Γαλλικά.
Η λέξη jardin στο Γαλλικά σημαίνει κήπος, κήπος, λαχανόκηπος, κήπος, πάρκο, ευλογημένη γη, αυλή, ανθόκηπος, εξωτερικός χώρος σε παμπ, προαύλιο, βοτανικός κήπος, πάρκο, βραχώδης κήπος, κήπος με βράχους, αποθήκη, σκάλα, παράδεισος, σπιτικός, σπιτίσιος, νοικιασμένο χωράφι, Εδέμ, πανέρι, καλάθι, αποθήκη, βοτανικός κήπος, μονοπάτι κήπου, διαμορφωμένος κήπος, υπαίθριος χώρος σερβιρίσματος τσαγιού, λαχανόκηπος, μπαξές, ζωολογικός κήπος, πίσω αυλή, μπροστινή αυλή, κήπος με πεταλούδες, περιφραγμένη αυλή, πόρτα του κήπου, περιφραγμένος κήπος, κήπος με βότανα, λαχανόκηπος, άδυτο, χωριστό τμήμα του κήπου διαμορφωμένο με δέντρα, δρομάκια κ.α., αγρόκτημα, φωτιά, νάνος, θερμοκήπιο, στα δεξιά της σκηνής. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης jardin
κήποςnom masculin (pour fleurs) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) J'ai planté des tulipes dans le jardin de devant. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Μόλις μάζεψα τα τριαντάφυλλα από τον μπαξέ. |
κήπος, λαχανόκηπος(pour légumes) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Ces oignons viennent du jardin derrière la maison. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Στο μποστάνι του καλλιεργεί καρπούζια. |
κήποςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Ma maison a un petit jardin où Lily et Kyle aiment jouer. Το σπίτι μου είχε ένα μικρό κήπο όπου αρέσει στη Λίλυ και τον Κάυλ να παίζουν. |
πάρκο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le Jardin de Kensington est une oasis de fraicheur dans la ville. Το πάρκο του Κένσινγκτον είναι μια όμορφη όαση μέσα στην πόλη. |
ευλογημένη γηnom masculin (région fertile) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Avec ses terres arables, la Virginie est un véritable jardin. Το έδαφος της Βιρτζίνια είναι τόσο πλούσιο, μια πραγματικά ευλογημένη γη. |
αυλήnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Les enfants jouaient dans le jardin. Τα παιδιά έπαιζαν στην αυλή. |
ανθόκηπος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
εξωτερικός χώρος σε παμπ(d'un pub) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
προαύλιο(σε μοναστήρι) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
βοτανικός κήποςnom masculin Allons nous balader dans le jardin botanique, lequel est connu pour sa collection de plantes rares. Ας πάμε μια βόλτα στον βοτανικό κήπο, που είναι διάσημος για τη συλλογή του σπάνιων φυτών του. |
πάρκο(dans une ville) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il y a un parc avec quelques balançoires et un terrain de sport à quelques rues d'ici. Υπάρχει ένα πάρκο με κούνιες μερικά τετράγωνα πιο πέρα. |
βραχώδης κήπος
|
κήπος με βράχους
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
αποθήκη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
σκάλα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
παράδεισος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Avant la chute, Adam et Ève vivaient au paradis. |
σπιτικός, σπιτίσιοςlocution adjectivale (légumes,...) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La famille mangea de la dinde et des légumes du jardin pour le dîner de Thanksgiving. |
νοικιασμένο χωράφιnom masculin Sandy fait pousser des haricots et du chou dans son jardin ouvrier. |
Εδέμnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πανέρι, καλάθιnom masculin (ξύλινο) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
αποθήκηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Va chercher la hache dans la cabane à outils (or: cabane de jardin). |
βοτανικός κήποςnom masculin |
μονοπάτι κήπου
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il n'a pas vu les fleurs aux couleurs vives en descendant l'allée. |
διαμορφωμένος κήποςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
υπαίθριος χώρος σερβιρίσματος τσαγιούnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
λαχανόκηπος, μπαξές
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ζωολογικός κήποςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
πίσω αυλή
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Ils s'installent dans le jardin et lisent tout l'été. Όλο το καλοκαίρι κάθονται στην πίσω αυλή και διαβάζουν. |
μπροστινή αυλή
Nous avons deux chênes dans notre jardin de devant. Έχουμε δύο βελανιδιές στην μπροστινή αυλή μας. |
κήπος με πεταλούδεςnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Un jardin à papillons est composé de fleurs qui attirent les insectes. |
περιφραγμένη αυλήnom masculin Nous avons un jardin clôturé pour éviter que les chiens s'échappent. |
πόρτα του κήπουnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
περιφραγμένος κήποςnom masculin |
κήπος με βόταναnom masculin (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
λαχανόκηποςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
άδυτοnom masculin (figuré) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
χωριστό τμήμα του κήπου διαμορφωμένο με δέντρα, δρομάκια κ.α.nom masculin (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
αγρόκτημαnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
φωτιάnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il existe des régulations strictes pour allumer des feux de jardin dans ta propriété. Υπάρχουν αυστηροί κανόνες για να ανάβεις φωτιά στη γη σου. |
νάνοςnom masculin (αγαλματάκι κήπου) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Jack a une collection de nains de jardin dans son jardin. |
θερμοκήπιο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le jardin d'hiver du vieil homme était rempli de plantes tropicales. |
στα δεξιά της σκηνήςnom masculin (Théâtre) (όπως την κοιτάζω) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του jardin στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του jardin
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.