Τι σημαίνει το jour στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης jour στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του jour στο Γαλλικά.
Η λέξη jour στο Γαλλικά σημαίνει ημέρα, μέρα, ημέρα, μέρα, ημέρα, μέρα, φως του ήλιου, φως της ημέρας, ημερομηνία, φως, φως της ημέρας, την ημέρα, τη μέρα, ημερήσιος, από εδώ και στο εξής, από τούδε και στο εξής, από εδώ και πέρα, ξημέρωμα, χάραμα, Θεοφάνεια, καπέλο, αυγή, χαραυγή, σεκρετέρ, Ημέρα των Ευχαριστιών, οπίσθιος φωτισμός, εργατοημέρα, η καναδική αργία της δεύτερης Δευτέρας του Οκτώβρη, δημιουργούμαι, συμβαδίζω, τροποποιημένος, μετατρεμμένος, Ημέρα των Ευχαριστιών, Γιορτή των Ευχαριστιών, νωρίτερα, καπέλο, μέχρι στιγμής, ενημέρωση, φανερός, τελευταία λέξη της μόδας, χωρίς οικονομική ασφάλεια, στον οποίο έχει γίνει ανασκαφή, κάποτε, όπου να' ναι, ανά πάσα στιγμή, καθημερινά, κάθε μέρα, μέρα-νύχτα, μέρα νύχτα, τις προάλλες, οποιαδήποτε ώρα, οποτεδήποτε, νυχθημερόν, εικοσιτέσσερεις ώρες το εικοσιτετράωρο, το πρωί, την αυγή, το ξημέρωμα, μέχρι τώρα, μέρα με τη μέρα, μέρα μπαίνει, μέρα βγαίνει, από την μία μέρα στην άλλη, στην ημερήσια διάταξη, μια μέρα, κάποτε, την ημέρα, ημερησίως, μέχρι τώρα/στιγμής, ως τώρα, μέχρι σήμερα, μέχρι στιγμής, κάθε μέρα, σε καθημερινή βάση, μέρα παρά μέρα, την επόμενη μέρα, 24 ώρες το 24ώρο, εκείνη την ημέρα, την επομένη, την επόμενη μέρα, οποιαδήποτε ώρα, μη ευνοϊκά, την ημέρα, θετικά, κατά τη διάρκεια της μέρας, σε μία συγκεκριμένη περίπτωση, απ' τη μια στιγμή στην άλλη, κάποια μέρα, μια μέρα, κάποια στιγμή, μέχρι σήμερα, κάποτε, από μέρα σε μέρα, το υπόλοιπο της ζωής σου, με τον καλύτερο τρόπο, δυο φορές την ημέρα, και πάει λέγοντας, άδραξε τη μέρα, πρόγραμμα, ενημέρωση, καθημερινή, ημέρα της κρίσεως, Δευτέρα Παρουσία, ημέρα πληρωμής, μισθοδοσίας, μέρα της Κρίσης, Δευτέρα Παρουσία, ημέρα ανάπαυσης, ρεπό, ημέρα των εκλογών, 29 Φεβρουαρίου, ταμειακώς ενήμερο μέλος, ταμειακώς τακτοποιημένο μέλος, βροχερή μέρα, αυγή, χαραυγή. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης jour
ημέρα, μέραnom masculin (24 ώρες) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La lettre a mis trois jours à arriver. Το γράμμα έκανε τρεις ημέρες (or: μέρες) να φτάσει. |
ημέρα, μέραnom masculin (της εβδομάδας) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Quel jour suis-je allé à la banque ? Mardi ? Τι μέρα πήγα στην τράπεζα; Τρίτη; |
ημέρα, μέρα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le parc est ouvert pendant la journée. |
φως του ήλιου, φως της ημέρας
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ημερομηνίαnom masculin (date précise) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) On se reverra un autre jour. Θα σας δω ξανά σε μεταγενέστερη ημερομηνία. |
φωςadjectif (lumière du jour) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Tu ferais mieux d'aller au magasin tant qu'il fait encore jour. Καλύτερα να πας στο μαγαζί όσο είναι ακόμα μέρα. |
φως της ημέραςnom féminin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Ouvre les rideaux pour que la lumière du jour puisse entrer. Άνοιξε τις κουρτίνες και άφησε το φως της ημέρας να μπει. |
την ημέρα, τη μέραadverbe (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Je travaille le jour (or: de jour), mais on peut se voir le soir. |
ημερήσιος(την ημέρα, όχι τη νύχτα) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
από εδώ και στο εξής, από τούδε και στο εξής, από εδώ και πέρα(+ présent, futur) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ξημέρωμα, χάραμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Helen regardait l'aube se lever en buvant son premier café. Η Έλεν είδε το χάραμα καθώς έπινε τον πρωινό καφέ της. |
Θεοφάνεια(χριστιανική θρησκεία) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Que fait ton église pour marquer l'Épiphanie ? |
καπέλοnom masculin (φωτιστικού) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
αυγή, χαραυγή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
σεκρετέρnom masculin (bureau) (αντίκα) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
Ημέρα των Ευχαριστιών(fête en novembre aux États-Unis) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Le quatrième jeudi de novembre, les Américains célèbrent Thanksgiving. C'est un jour férié aux États-Unis. |
οπίσθιος φωτισμόςnom masculin (Photographie) |
εργατοημέρα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
η καναδική αργία της δεύτερης Δευτέρας του Οκτώβρη(fête en octobre au Canada) (Καναδάς) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
δημιουργούμαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) L'univers est apparu avec le big bang. |
συμβαδίζω(une série,...) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je n'arrive jamais à suivre ses émissions de télévisions préférées. |
τροποποιημένος, μετατρεμμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Le système énergétique modernisé porte ses fruits. Το εκσυγχρονισμένο ενεργειακό σύστημα αποφέρει καρπούς. |
Ημέρα των Ευχαριστιών, Γιορτή των Ευχαριστιών(fête nord-américaine) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Nous partons tôt pour passer Thanksgiving avec ma sœur. |
νωρίτερα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Θα σου έγραφα νωρίτερα, αλλά δεν είχα τη νέα διεύθυνσή σου. |
καπέλοnom masculin (φωτιστικού) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
μέχρι στιγμής
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Tous nos efforts ont été jusqu'ici inutiles. Όλες οι προσπάθειές μας ήταν μάταιες μέχρι στιγμής. |
ενημέρωση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La dernière version sera lancée dans quinze jours. |
φανερός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
τελευταία λέξη της μόδαςlocution adjectivale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
χωρίς οικονομική ασφάλεια
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Après son licenciement, il a vécu dans la précarité. |
στον οποίο έχει γίνει ανασκαφήlocution adjectivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κάποτε(στο μέλλον) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Un jour, les gens pourront vivre sur des planètes lointaines. Κάποτε οι άνθρωποι μπορεί να ζουν σε μακρινούς πλανήτες. |
όπου να' ναι, ανά πάσα στιγμήlocution adverbiale (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Je l'ai commandé il y a des semaines. Il devrait arriver d'un jour à l'autre. Το έχω παραγγείλει εδώ και εβδομάδες. Λογικά, θα φτάσει όπου να' ναι. |
καθημερινά, κάθε μέραadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) J'en ai marre de faire la même chose jour après jour. |
μέρα-νύχταadverbe (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
μέρα νύχταlocution adverbiale (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Nous avons travaillé jour et nuit pour finir à temps. |
τις προάλλεςlocution adverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) L'autre jour, on est allés faire du snowboard et on s'est bien amusés. // Nous sommes toujours bons amis. Tiens, l'autre jour nous sommes allés boire un café. |
οποιαδήποτε ώρα, οποτεδήποτεadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
νυχθημερόν, εικοσιτέσσερεις ώρες το εικοσιτετράωρο
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Les ingénieurs travaillent 24 heures sur 24 pour finir le projet dans les temps. |
το πρωί, την αυγή, το ξημέρωμα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
μέχρι τώραlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Jusqu'à présent, je n'avais jamais été vraiment amoureux. Μέχρι τώρα δεν είχα ερωτευτεί ποτέ αληθινά! |
μέρα με τη μέραadverbe (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il fait des progrès de jour en jour et va bientôt pouvoir marcher tout seul. |
μέρα μπαίνει, μέρα βγαίνει
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) C'est tellement ennuyeux de répéter les mêmes gestes jour après jour (or: tous les jours). |
από την μία μέρα στην άλληlocution adverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Le temps est imprévisible ici, il change d'un jour sur l'autre. |
στην ημερήσια διάταξηlocution adverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Le comité a mis le problème de climatisation à l'ordre du jour avant la réunion d'été. |
μια μέρα, κάποτεadverbe (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Un jour, j'aimerais aller en Amérique du Sud. J'aimerais avoir des enfants un jour. Ελπίζω κάποτε να ταξιδέψω στη Νότιο Αμερική. Θα ήθελα να αποκτήσω παιδιά μια μέρα. |
την ημέρα, ημερησίωςlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Vous avez droit à une indemnité de 35 $ par jour. |
μέχρι τώρα/στιγμής
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ως τώρα, μέχρι σήμερα, μέχρι στιγμήςlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Je n'ai pas encore reçu mon contrat de travail, à ce jour. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Μέχρι στιγμής δεν έχω ακούσει κάτι καινούριο για την κατάσταση. Μέχρι στιγμής δεν έχουμε λάβει την πληρωμή σας. |
κάθε μέρα, σε καθημερινή βάση
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Je prends une douche tous les jours. Κάνω ντους κάθε μέρα (or: σε καθημερινή βάση). |
μέρα παρά μέρα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ce médicament doit être pris un jour sur deux (or: tous les deux jours). Το φάρμακο πρέπει να λαμβάνεται μέρα παρά μέρα. |
την επόμενη μέραadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Nous ne pourrons pas livrer la commande du jour au lendemain. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Την επόμενη ημέρα εμφανίστηκε στην πόρτα μου με ένα μεγάλο μπουκέτο τριαντάφυλλα. |
24 ώρες το 24ώροlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
εκείνη την ημέραadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ce jour-là, je suis tombée amoureuse. |
την επομένη, την επόμενη μέραnom masculin (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) J'ai tellement aimé le film que je suis retourné au cinéma le lendemain pour le revoir. |
οποιαδήποτε ώραadverbe (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
μη ευνοϊκάlocution adverbiale (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
την ημέρα
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Les animaux nocturnes, tels que les hiboux, dorment pendant la journée et chasse pendant la nuit. Τα νυχτόβια ζώα, όπως οι κουκουβάγιες, κοιμούνται την ημέρα και κυνηγούν τη νύχτα. |
θετικάlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Cet article est très critique et ne la dépeint pas sous un bon jour. |
κατά τη διάρκεια της μέραςadverbe (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) De nombreux délits sont commis de jour. |
σε μία συγκεκριμένη περίπτωσηadverbe (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Je l'ai surpris un jour avec une blonde qui n'était pas sa femme. |
απ' τη μια στιγμή στην άλληadverbe (ξαφνικά, απρόσμενα) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κάποια μέρα, μια μέρα, κάποια στιγμήlocution adverbiale (αόριστα στο μέλλον) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Un jour, je serai riche et célèbre. |
μέχρι σήμεραadverbe (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
κάποτεlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Un jour, je serai riche. Κάποτε θα είμαι πλούσιος. |
από μέρα σε μέραlocution adverbiale (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) J'attends le livre que j'ai commandé d'un jour à l'autre maintenant. |
το υπόλοιπο της ζωής σουlocution adverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Arrête de penser à la faillite de ton ancienne entreprise chaque jour que Dieu fait. |
με τον καλύτερο τρόπο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δυο φορές την ημέραlocution adverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
και πάει λέγοντας(familier) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
άδραξε τη μέραinterjection (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) « Profite du moment présent » est une traduction du latin « Carpe Diem ». Mon père me disait toujours : « Profite du moment présent, tu ne seras pas jeune toute ta vie ! ». «Άδραξε τη μέρα» είναι η μετάφραση του Λατινικού «Carpe diem». // Ο μπαμπάς μου πάντα μου έλεγε «Άδραξε τη μέρα, δεν θα είσαι για πάντα νέος!» |
πρόγραμμαnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le programme du jour inclut de classer des papiers et de rencontrer deux clients. Το πρόγραμμα της ημέρας περιλαμβάνει αρχειοθέτηση εγγράφων και συνάντηση με δύο πελάτες. |
ενημέρωσηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
καθημερινή(ημέρα της εβδομάδας πλην του σαββατοκύριακου) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Je suis toujours chez moi le matin les jours de semaine. |
ημέρα της κρίσεως, Δευτέρα Παρουσία(τέλος του κόσμου) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Certains groupes religieux pensent que le jour du jugement dernier aura bientôt lieu. |
ημέρα πληρωμής, μισθοδοσίαςnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μέρα της Κρίσης, Δευτέρα Παρουσία(θρησκεία) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le jour du jugement dernier, Jésus-Christ viendra juger ce qui nous aurons fait. |
ημέρα ανάπαυσηςnom masculin (θρησκεία) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le sabbat est un jour de repos chez les Juifs. |
ρεπόnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Non, je ne peux pas venir au bureau, c'est mon jour de congé ! Όχι, δεν μπορώ να έρθω σήμερα στο γραφείο. Έχω ρεπό! |
ημέρα των εκλογώνnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
29 Φεβρουαρίουnom masculin (terme générique) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ταμειακώς ενήμερο μέλος, ταμειακώς τακτοποιημένο μέλοςnom masculin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Tout membre à jour de sa cotisation peut nommer des candidats à un poste ou voter lors des élections. Όλα τα ταμειακώς τακτοποιημένα μέλη μπορούν να προτείνουν υποψήφιους για την ανάληψη αξιώματος ή να ψηφίζουν στις εκλογές. |
βροχερή μέραnom masculin Quand je sors un jour de pluie, je prends mon parapluie. |
αυγή, χαραυγήnom masculin (soutenu) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του jour στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του jour
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.