Τι σημαίνει το los στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης los στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του los στο ισπανικά.

Η λέξη los στο ισπανικά σημαίνει ο, η, το, οι, τους, σας, ο, η, το, -, -, εσάς, σας, υμάς, δικός της, του, μου, τους, μας, του, αγχωμένος, μυκητιακός, αριθμητικός, αφυπνιστικός, μονομαχικός, τελειομανής, πλατύς, απλός, συμβατικός, συνηθισμένος, κοινός, που γίνεται αποδέκτης, φιλομαθής, μέχρι πρόσφατα, κατά πόδας, Άρπα την!, Φα' την!, κερί, κολλιτσίδα, κλημαστίδα, κληματίδα, αμπελίδα, αγραμπελίδα, αγράμπελη, εμβοή, διανομέας, που σου ανοίγει τα μάτια, ο άλλος κόσμος, ευχέλαιο, πεταλούδα, μαμά πλήρους απασχόλησης, η πρακτική να αφήνεις ένα βιβλίο σε δημόσιο χώρο ώστε να το βρουν και να το διαβάσουν άλλοι, Αμερικανική Ένωση για την Πρόληψη της Βίας κατά των Ζώων, πλοίο των ΗΠΑ, Υπουργείο Γεωργίας των Ηνωμένων Πολιτειών, Υπηρεσία Γεωλογικής Έρευνας των ΗΠΑ, Βασιλική Εταιρεία για την Πρόληψη της Βίας προς τα Ζώα, Αρχή Ατομικής Ενέργειας, ποδόλουτρο, Βουλή των Κοινοτήτων, Πράξεις των Αποστόλων, όποιος, οποιοσδήποτε, ανασταίνομαι, βλέπω, βγάζω δόντια, είμαι αδέξιος, κινούμαι αδέξια, υποτάσσομαι, γυμνάζομαι, ξανακάνω την ίδια διαδρομή, ξεκολλάω, και οι δύο, και οι δυο, των Βίκινγκς, διαμετρικά αντίθετος, συνειδητοποίηση, αφύπνιση, παιχνίδι ρίψης κρίκων, κυριακάτικος, αράπικος, πιάτα, περίπου, βουρκώνω, κάνω την αφήγηση, ξεβιδώνω, αφαιρώ τους κοριούς, ανοίγω ποτό με θόρυβο, κατανοώ, καταλαβαίνω, κανονικός, καθημερινός, με τα δάχτυλα, φουσκώνω από κτ, αποδέχομαι, μαύρος, φλερτάρω, σπάω, φρικάρω, οι δικοί μου, χτυπάω, χτυπώ, πεζοναύτες, ρίχνω, ναρκωμένος, στερεός, δυνατά, Προς Εφεσίους, των παραγκουπόλεων, σχεδιάζω, μαζεύω, κλείνω, σχηματίζω λέξεις με τα χείλια, αλλά χωρίς ήχο, πραγματικός, αληθινός, κατσαρός, στριφτός, μικρότερος, λιγότερος, βαρδικός, ραψωδικός, συγχορδιακός, που κάνει ηλικιακές διακρίσεις, αντεργατικός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης los

ο, η, το

(masculino plural)

(άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).)
Me interesan los pobres.
Ενδιαφέρομαι για τους φτωχούς.

οι

(masculino plural)

(άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).)
Los Simpsons son una famosa familia de ficción.

τους

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Los invitados están aquí; voy a ir a saludarlos.
Ήρθαν οι καλεσμένοι; Άσε με να πάω να τους χαιρετήσω.

σας

(a ustedes)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Los puedo ver.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Εσάς, θα σας θυμάμαι πάντα.

ο, η, το

(masculino singular)

(άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).)
El niño fue a dar un paseo.
Το αγόρι πήγε μια βόλτα.

-

(con días) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Siempre salgo a trotar los domingos. Vamos al cine el martes. ¿Estás libre el 6 de junio?
Πάντα κάνω τζόκινγκ τις Κυριακές. // Πάμε σινεμά την Τρίτη. // Είσαι ελεύθερη στις 6 Ιουνίου; // Εκείνη τη μοιραία ημέρα, η Ώντρεϋ δεν είχε ιδέα τι έμελλε να της συμβεί.

-

(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Me gusta los desafíos. Me gustan las aventuras.
Μου αρέσουν οι προκλήσεις.

εσάς, σας

(a ustedes)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)

υμάς

(a ustedes) (αρχαιοπρεπές)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)

δικός της

(antes de sustantivo) (κτητική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Este es su libro, no el mío.
Αυτό είναι το βιβλίο της, όχι το δικό μου.

του

(antes de sustantivo)

Me gusta su sombrero nuevo.
Μου αρέσει το καινούριο του καπέλο.

μου

(antes del sustantivo)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
¿Has visto mis llaves?
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Το δικό μου αυτοκίνητο είναι το κόκκινο.

τους

(antes de sustantivo)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Es su perro.
Είναι ο σκύλος τους.

μας

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
A nuestro trabajo le falta mucho.
Η δική μας δουλειά δεν έχει τελειώσει ούτε κατά προσέγγιση.

του

(antes de sustantivo)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Alguien dejó su bolígrafo aquí.
Κάποιος/α άφησε το στυλό του/της εκεί.

αγχωμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Cruzar la calle a través del tránsito me pone nervioso.
Είμαι πάντα αγχωμένος όταν πρέπει να διασχίσω έναν δρόμο που έχει κίνηση.

μυκητιακός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Jamie está tomando medicación contra una infección micótica.

αριθμητικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El examen evaluaba las aptitudes numéricas de los estudiantes.

αφυπνιστικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Trabajar con los más necesitados es una experiencia aleccionadora.

μονομαχικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

τελειομανής

(θετική έννοια)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πλατύς

(sonrisa) (χαμόγελο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

απλός, συμβατικός, συνηθισμένος, κοινός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που γίνεται αποδέκτης

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φιλομαθής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μέχρι πρόσφατα

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Recientemente estuvo tomando el autobús.

κατά πόδας

(ακολουθώ, στο χώρο)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
La policía llegó persiguiendo los ladrones.

Άρπα την!, Φα' την!

(coloquial) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¿Pensaste que no podía ganar? ¡Pues gané! ¡Toma!

κερί

(αυτί)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La ácaros en los oídos pueden causar un incremento de cera en los gatos.

κολλιτσίδα

(φυτό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κλημαστίδα, κληματίδα, αμπελίδα, αγραμπελίδα, αγράμπελη

(φυτό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εμβοή

(βουητό στα αυτιά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

διανομέας

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
El repartidor dejó el paquete en la puerta.

που σου ανοίγει τα μάτια

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La charla fue una verdadera revelación. Aprendí muchas cosas nuevas.

ο άλλος κόσμος

(figurado) (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
La explosión de la bomba llevó a todos los que estaban dentro del edificio al Cielo.

ευχέλαιο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La abuela recibió la extremaunción cuando estaba muy enferma, y la volvió a recibir justo antes de morir.

πεταλούδα

(είδος)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Mira esa vanesa, ¡qué colores tan bonitos!

μαμά πλήρους απασχόλησης

(coloquial)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

η πρακτική να αφήνεις ένα βιβλίο σε δημόσιο χώρο ώστε να το βρουν και να το διαβάσουν άλλοι

(voz inglesa)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

Αμερικανική Ένωση για την Πρόληψη της Βίας κατά των Ζώων

(acrónimo, voz inglesa)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πλοίο των ΗΠΑ

(voz inglesa)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

Υπουργείο Γεωργίας των Ηνωμένων Πολιτειών

(acrónimo, voz inglesa)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Υπηρεσία Γεωλογικής Έρευνας των ΗΠΑ

(acrónimo, voz inglesa)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Βασιλική Εταιρεία για την Πρόληψη της Βίας προς τα Ζώα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Αρχή Ατομικής Ενέργειας

(sigla)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ποδόλουτρο

(συσκευή)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

Βουλή των Κοινοτήτων

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Πράξεις των Αποστόλων

(Biblia) (πέμπτο βιβλίο της Καινής Διαθήκης)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
La segunda lectura de este domingo es un pasaje del libro de los Hechos.

όποιος, οποιοσδήποτε

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Cualquiera que desee tener un carné de conducir debe pasar un examen.
Όποιος θέλει δίπλωμα οδήγησης, πρέπει να δώσει εξετάσεις.

ανασταίνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

βλέπω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βγάζω δόντια

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

είμαι αδέξιος, κινούμαι αδέξια

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

υποτάσσομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

γυμνάζομαι

(informal)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Steve empezó a ir al gimnasio para tonificarse.

ξανακάνω την ίδια διαδρομή

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Roberto no se acordaba por qué había tomado esa decisión, así que trató de desandar sus pasos.

ξεκολλάω

(ανάλογα το είδος της κίνησης)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

και οι δύο, και οι δυο

(formal)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ambas teorías son convincentes.
Αμφότερες οι θεωρίες είναι αρκετά πειστικές.

των Βίκινγκς

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διαμετρικά αντίθετος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

συνειδητοποίηση, αφύπνιση

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Su despertar sexual le llegó a una edad temprana.
Η σεξουαλική του αφύπνιση ήρθε σε αρκετά νεαρή ηλικία.

παιχνίδι ρίψης κρίκων

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κυριακάτικος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Leer el periódico con una taza de café es nuestro ritual dominical.
Το να διαβάζουμε εφημερίδες πίνοντας μια κούπα καφέ είναι το κυριακάτικο τελετουργικό μας.

αράπικος

(en desuso de forma peyorativa) (προσβλητικό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πιάτα

(platos, vasos, etc.) (λάντζα)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Es su trabajo lavar la vajilla después de cenar.
Μετά το γεύμα, αυτός πλένει τα πιάτα.

περίπου

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Anoche escuché un estrépito como a las diez.
Άκουσα έναν κρότο γύρω στις δέκα χθες το βράδυ.

βουρκώνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Si canta una canción triste seguro voy a lagrimear.
Εάν πει ένα στενάχωρο τραγούδι σίγουρα θα βουρκώσω.

κάνω την αφήγηση

(programa, documental) (για κάτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El presentador comentó las diapositivas para su audiencia.

ξεβιδώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αφαιρώ τους κοριούς

(figurado)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ανοίγω ποτό με θόρυβο

(καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Vamos a descorchar esta botella y que empiece la fiesta.

κατανοώ, καταλαβαίνω

(coloquial)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κανονικός, καθημερινός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
No hace falta vestirse elegante; ponte tu ropa normal.
Δεν υπάρχει ανάγκη να ντυθείς καλά. Απλά φόρα τα καθημερινά σου ρούχα.

με τα δάχτυλα

(con los dedos)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
El paciente fue examinado digitalmente por el proctólogo.
Ο πρωκτολόγος έκανε δακτυλική εξέταση στον ασθενή.

φουσκώνω από κτ

(μεταφορικά, καθομ: περηφάνια)

Clive se envaneció cuando su hijo recibió el premio.
Ο Κλάιβ φούσκωσε από περηφάνια, όταν ο γιος του έλαβε το βραβείο.

αποδέχομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sus colegas acogieron sus propuestas.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Δεν εγκολπώνομαι τις απόψεις σου, αλλά εξακολουθώ να τις σέβομαι.

μαύρος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
En los Estados Unidos, el Mes de la Historia Negra se celebra en febrero.

φλερτάρω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Henry no está siendo amigable, definitivamente está coqueteando.

σπάω

(figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El estrés me está enervando los nervios.
Το στρες έχει κάνει τα νεύρα μου κουρέλια.

φρικάρω

(αργκό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¡Deja de mirarme así! ¡Me estás asustando!
Σταμάτα να με κοιτάς έτσι! Με τρομάζεις!

οι δικοί μου

(καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Paul era muy distinto a su familia en casa.
Ο Πωλ ήταν πολύ διαφορετικός από την οικογένειά του.

χτυπάω, χτυπώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Linda siempre tamborilea los dedos cuando piensa.
Η Λίντα πάντα χτυπάει τα δάχτυλά της όταν σκέφτεται.

πεζοναύτες

(coloquial) (το σώμα του στρατού)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Su padre había estado en la marina, pero ahora se unió a los marines.

ρίχνω

(ζάρι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Es tu turno para lanzar. Aquí están los dados.

ναρκωμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Le quitaron las amígdalas mientras estaba anestesiada.

στερεός

(γεωμετρία: σώμα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La profesora de geometría le explicó a su clase la diferencia entre las figuras planas y las figuras espaciales.

δυνατά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
El público aplaudió ruidosamente.

Προς Εφεσίους

(libro bíblico)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

των παραγκουπόλεων

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
En esta ciudad viven muchos chabolistas.

σχεδιάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Planificaré toda la zona antes de empezar a construir.
Θα κάνω το σχέδιο όλου του χώρου πριν αρχίσουμε να χτίσουμε.

μαζεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los remeros cargaron sus remos al acercarse a la orilla.
Οι κωπηλάτες μάζεψαν τα κουπιά καθώς πλησίασαν στην ακτή.

κλείνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Bill cerró la tienda antes de irse a casa a cenar.

σχηματίζω λέξεις με τα χείλια, αλλά χωρίς ήχο

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Dean le murmuró a su novia cosas dulces al oído.

πραγματικός, αληθινός

locución adjetiva (με στοιχεία)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La policía confirmó que los informes de los medios de comunicación estaban basados en los hechos.
Η αστυνομία επιβεβαίωσε πως τα ρεπορτάζ των ΜΜΕ είχαν βάση.

κατσαρός, στριφτός

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El papel está amarillento y doblado por los bordes por el paso del tiempo.

μικρότερος, λιγότερος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El programa de esta año recibió el menor número de solicitudes de su historia.

βαρδικός, ραψωδικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

συγχορδιακός

locución adjetiva (música)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που κάνει ηλικιακές διακρίσεις

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αντεργατικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του los στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του los

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.