Τι σημαίνει το capacidad στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης capacidad στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του capacidad στο ισπανικά.

Η λέξη capacidad στο ισπανικά σημαίνει χωρητικότητα, δυνατότητα, χωρητικότητα, ικανότητα, ισχύς, ικανότητα, ικανότητα, χωρητικότητα, δυνατότητα, ικανότητα, λεωφορείο, μεταφορική ικανότητα, ικανότητα, δυνατότητα, χώρος, καταλληλότητα για κτ, δύναμη, ικανότητες, δυνατότητες, ικανότητα, ικανότητες, ευχέρεια, ικανότητα, ταλέντο σε κτ, επιδεξιότητα, κλίση, έφεση, επιδεξιότητα, ευρηματικότητα, ευρύχωρος, απλόχωρος, πλευστότητα, πυκνωτής, νοημοσύνη, απώλεια μνήμης, ικανοποιώ, που μπορεί να εξεταστεί, που μπορεί να ελεγχθεί, ικανότητα διάκρισης, διακριτική ικανότητα, εκρηκτικότητα, μέγιστο φορτίο αυτοκινήτου, καθαρή άρθρωση, καλή άρθρωση, πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα, όσοι χωράνε σε ένα αεροπλάνο, υπομονετικός, προσεκτικός, συγκαταβατικός, με κατανόηση, νοημοσύνη, χωρητικότητα επιβατών, χωρητικότητα, χωρητικότητα μνήμης, πιστωτική ικανότητα, ελκτική ικανότητα, σύνολο δυνατοτήτων, καλυπτική ικανότητα, κατανόηση κειμένου, παράγοντας εντυπωσιασμού, δυναμικότητα εξετάσεων, έχω δυνατότητες/ικανότητες να, αντίληψη, κατανόηση, αξιοπιστία, υπερβολική χρήση πυρηνικών, κυρίως, όπλων με στόχο την εξασφάλιση στρατιωτικής υπεροχής ή νίκης, χωρητικότητα, χωρητικότητα βιοτόπου, περιέχω, ικανότητα ανύψωσης, χωρητικότητα, ταχύτητα ανταπόκρισης, προσαρμοστικότητα, ανακλαστικότητα, ζήτηση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης capacidad

χωρητικότητα

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La capacidad del disco duro de este ordenador es bastante alta.
Η χωρητικότητα του σκληρού δίσκου αυτού του υπολογιστή είναι αρκετά μεγάλη.

δυνατότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Este reloj le da la capacidad de saber la hora de cinco ciudades distintas.
Αυτό το ρολόι προσφέρει τη δυνατότητα να δεις την ώρα σε πέντε πόλεις.

χωρητικότητα

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Esta batería tiene una capacidad de 2000 mAh.

ικανότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sasha tiene la capacidad de tocar ese concierto de Liszt.
Η Σάσα έχει την ικανότητα να παίξει αυτό το κονσέρτο του Λιστ.

ισχύς

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La máquina está funcionando a plena capacidad.
Η μηχανή δουλεύει τώρα στη μέγιστη ισχύ της.

ικανότητα

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Las personas muy mayores a veces no tienen capacidad para tomar decisiones legales por sí mismas.

ικανότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Después de años de práctica, Bill ahora tiene la habilidad de tocar el piano divinamente.
Μετά από χρόνια εξάσκησης, ο Μπιλ έχει πλέον την ικανότητα να παίζει καλό πιάνο.

χωρητικότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El aforo de esta sala es de 25 personas.
Η χωρητικότητα αυτού του δωματίου είναι είκοσι πέντε άτομα.

δυνατότητα, ικανότητα

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Las impresoras 3D tienen la capacidad de fabricar componentes para aviones.
Οι τρισδιάστατοι εκτυπωτές έχουν τη δυνατότητα να κατασκευάζουν τμήματα αεροπλάνων.

λεωφορείο

(número de pasajeros autorizado) (ως ποσότητα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ο οδηγός μετέφερε ένα λεωφορείο τουρίστες στα αρχαία χαλάσματα.

μεταφορική ικανότητα

nombre femenino (vehículo)

ικανότητα, δυνατότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Aunque Sam está en forma, correr un maratón está por encima de su capacidad.
Αν και ο Σαμ είναι γυμνασμένος, το να τρέξει σε μαραθώνιο είναι πέρα από τις δυνατότητές του.

χώρος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Con capacidad para 300 personas, la sala de conferencia del hotel es ideal para grandes reuniones.
Έχοντας χώρο για 300 άτομα, το συνεδριακό κέντρο του ξενοδοχείου είναι ιδανικό για μεγάλες συγκεντρώσεις.

καταλληλότητα για κτ

John tenía que examinar y redactar un informe sobre la capacidad de navegación del barco.
Ο Τζον έπρεπε να το επιθεωρήσει και να γράψει μια αναφορά για την καταλληλότητα του σκάφους για πλεύση στη θάλασσα.

δύναμη

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
No tiene la capacidad de levantar el brazo por encima de la cabeza.

ικανότητες, δυνατότητες

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Si se aplica, Dawn tiene capacidad para aprobar esta asignatura.

ικανότητα

(mental)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ικανότητες

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Tengo la capacidad para ser el mejor en mi ámbito laboral.
Έχω τις γνώσεις για να είμαι ο καλύτερος στον τομέα εργασίας μου.

ευχέρεια, ικανότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sarah tiene conocimientos de tres idiomas extranjeros.
Η Σάρα έχει ευχέρεια σε τρεις ξένες γλώσσες.

ταλέντο σε κτ

La habilidad de Sarah para la fotografía la ayudó a conseguir un trabajo.
Το ταλέντο της Σάρας στη φωτογραφία τη βοήθησε να βρει δουλειά.

επιδεξιότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Peter miraba a Felicity mientras hacía el pan, maravillado con su habilidad.
Ο Πήτερ παρακολουθούσε τη Φελίσιτι καθώς έφτιαχνε ψωμί και έμεινε έκπληκτος από τις ικανότητές της.

κλίση, έφεση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Progresarás con rapidez durante tu formación si muestras aptitud.

επιδεξιότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Él demostró su destreza con el putter en el último hoyo.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Στην τελευταία τρύπα έδειξε την πραγματική του επιδεξιότητα με ένα κοντό ρόπαλο γκολφ.

ευρηματικότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ευρύχωρος, απλόχωρος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πλευστότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Pat no tiene flotabilidad; simplemente se hunde como una piedra.

πυκνωτής

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

νοημοσύνη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

απώλεια μνήμης

(medicina)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
El golpe que sufrió en el accidente le causó una amnesia total.
Το χτύπημα που υπέστη στο ατύχημα του προκάλεσε ολική απώλεια μνήμης. Η απώλεια μνήμης μπορεί να είναι προσωρινή ή μόνιμη.

ικανοποιώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ya no podemos admitir más pedidos de transferencia.
Δεν μπορούμε πλέον να ικανοποιήσουμε τα αιτήματα για μεταφορές.

που μπορεί να εξεταστεί, που μπορεί να ελεγχθεί

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ικανότητα διάκρισης, διακριτική ικανότητα

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
La prueba de inteligencia evalúa la capacidad de diferenciación entre dos fotografías.

εκρηκτικότητα

locución nominal femenina (κυριολεκτικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El alto grado de capacidad explosiva del hidrógeno lo convierte en una sustancia peligrosa.

μέγιστο φορτίο αυτοκινήτου

(vehículo)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

καθαρή άρθρωση, καλή άρθρωση

(σωστή προφορά)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Είναι σημαντικό να εκφράζεται κανείς με σαφήνεια και χωρίς περιττά λόγια.

πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα

(βιομηχανία)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

όσοι χωράνε σε ένα αεροπλάνο

(ως αριθμητικό)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

υπομονετικός, προσεκτικός, συγκαταβατικός, με κατανόηση

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Un terapeuta efectivo tiene capacidad de escuchar.

νοημοσύνη

locución nominal femenina

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

χωρητικότητα επιβατών

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El primer Jet Jumbo tenía una capacidad de más de 800 pasajeros.

χωρητικότητα

(υπολογιστές)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La casa tiene tres garajes. Ya puedes imaginar su capacidad de almacenaje.

χωρητικότητα μνήμης

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El disco duro del ordenador tiene una capacidad total de 250 GB.

πιστωτική ικανότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
No tengo ni idea de cuál es mi capacidad crediticia.

ελκτική ικανότητα

locución nominal femenina

El remolcador tiene una capacidad de tiro a punto fijo de 230 toneladas.

σύνολο δυνατοτήτων

expresión

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καλυπτική ικανότητα

La pintura barata tiene tan poca capacidad de recubrimiento que vas a necesitar tres capas para cubrir una pared azul oscura.

κατανόηση κειμένου

locución nominal masculina

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

παράγοντας εντυπωσιασμού

nombre femenino

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Por último, la película no es mala pero le falta capacidad para sorprender.

δυναμικότητα εξετάσεων

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

έχω δυνατότητες/ικανότητες να

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αντίληψη, κατανόηση

(ικανότητα να καταλάβω)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tu capacidad de comprensión de la filosofía oriental es en general buena.
Η αντίληψή (or: κατανόησή) σου σχετικά με την ανατολική φιλοσοφία είναι σε γενικές γραμμές καλή.

αξιοπιστία

locución nominal femenina

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

υπερβολική χρήση πυρηνικών, κυρίως, όπλων με στόχο την εξασφάλιση στρατιωτικής υπεροχής ή νίκης

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

χωρητικότητα

locución nominal femenina

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

χωρητικότητα βιοτόπου

locución nominal femenina

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

περιέχω

(αυτή τη στιγμή)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Este recipiente puede contener cuatro litros de líquido.
Αυτό το δοχείο χωρά τέσσερα λίτρα υγρό.

ικανότητα ανύψωσης

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El avión de transporte de dos motores tiene una capacidad de carga de ocho toneladas.
Το δικινητήριο φορτηγό αεροπλάνο έχει ικανότητα ανύψωσης 8 τόνων.

χωρητικότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La barcaza tiene una capacidad de carga de treinta toneladas.
Η μαούνα έχει χωρητικότητα τριάντα τόνους.

ταχύτητα ανταπόκρισης

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

προσαρμοστικότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ανακλαστικότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ζήτηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του capacidad στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του capacidad

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.