Τι σημαίνει το mother στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης mother στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του mother στο Αγγλικά.

Η λέξη mother στο Αγγλικά σημαίνει μητέρα, μητέρα, μητέρα, μητέρα, Μητέρα, μητρικός, μητέρα, κάνω, γεννάω, γεννώ, φροντίζω, νταντεύω, βιολογική μητέρα, αρχιπροσκοπίνα, που συμπεριφέρεται ως αρχιπροσκοπίνα, θετή μητέρα, μαμάκιας, μητρική εταιρεία, γενέτειρα,πατρίδα, Μητέρα Γη, μητρική φιγούρα, γυναίκα με μητρικό ρόλο, είδος χριστουγεννιάτικης θεατρικής επιθεώρησης, παιδική ιστορία, ηλικιωμένη γυναίκα η οποία λέγεται ότι έγραψε κάποιες παιδικές ιστορίες και τραγούδια τον 18ο αιώνα, υπερπροστατευτική γυναίκα, φλέβα, μητρική αγάπη, Μητέρα Φύση, μητέρα της νύφης, μητρικό σκάφος, ηγουμένη, μητρική γλώσσα, πεθερά, από σεντέφι, από σιντέφι, από φίλντισι, γυαλιστερός, σεντέφι, σιντέφι, φίλντισι, μέλλουσα μητέρα, γιορτή της μητέρας, μητρικό γάλα, διατροφή,θρέψη, η ανάγκη τέχνας κατεργάζεται, βασιλομήτωρ, ανύπαντρη μητέρα, μητριά, μητριά, παρένθετη μητέρα, εργαζόμενη μητέρα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης mother

μητέρα

noun (female parent)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I love my mother with all my heart. Life changes when you become a mother.
Αγαπάω τη μάνα μου με όλη μου την καρδιά.

μητέρα

interjection (female parent: in direct address) (ως προσφώνηση)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Mother! Where did you go? May I have some more cake, Mother?
Μητέρα! Που πήγες; Μπορώ να φάω λίγο ακόμα κέικ, μητέρα;

μητέρα

noun (figurative (cause) (μεταφορικά: με γενική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Some think that diplomacy is the mother of inaction.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ο δάσκαλός μας έλεγε πάντα πως «αργία, μήτηρ πάσης κακίας».

μητέρα

noun (figurative (maternal quality) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
It is the mother in her that leads to her kindness and patience.
Είναι η μητέρα μέσα της που εξηγεί την ευγένεια και την υπομονή της.

Μητέρα

noun (Mother Superior) (μεταξύ μοναζουσών)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Mother Superior is always early for mass.
Η Μητέρα (or: ηγουμένη) έρχεται πάντα νωρίς στη λειτουργία.

μητρικός

noun as adjective (motherly, maternal)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Mother love is the source of endless tolerance.
Η αγάπη της μητέρας είναι η πηγή της αστείρευτης ανεκτικότητας.

μητέρα

noun as adjective (mother animal)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The mother bear ferociously protected her cubs.
Η μητέρα (or: μαμά) αρκούδα προστάτεψε με πάθος τα μικρά της.

κάνω

transitive verb (be the mother of) (παιδιά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I think that Julie will mother lots of children.
Πιστεύω ότι η Τζούλι θα γίνει μητέρα πολλών παιδιών.

γεννάω, γεννώ

transitive verb (give birth to)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The wolf mothered two cubs.
Η λύκαινα γέννησε δύο μικρά.

φροντίζω

transitive verb (protect, nurture)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They mother their families, making sure that there is proper food and clothing.
Φροντίζουν τις οικογένειές τους, διασφαλίζοντας ότι θα υπάρχει κατάλληλο φαγητό και ρούχα.

νταντεύω

transitive verb (act like a mother to) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Stop mothering me. You are my girlfriend, not my mom.
Σταμάτα να με νταντεύεις. Είσαι η κοπέλα μου, όχι η μαμά μου.

βιολογική μητέρα

noun (biological female parent)

My adoptive mother helped me find my birth mother.

αρχιπροσκοπίνα

noun (US (female scout leader)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Most of what the young scouts had been taught came from their den mother.
Τα περισσότερα από τα πράγματα που έμαθαν οι νεαρές προσκοπίνες, τους τα δίδαξε η αρχιπροσκοπίνα τους.

που συμπεριφέρεται ως αρχιπροσκοπίνα

noun (US, figurative (woman: social organizer) (ΗΠΑ, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Jack is the den mother of the office staff, always arranging little social gatherings and the like.

θετή μητέρα

noun (mother by temporary adoption)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
My foster mother loved me as dearly as her own children.

μαμάκιας

noun (informal, pejorative (man overly attached to his mother) (ανεπίσημο)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Tim's mother has him tied to her apron strings; he's become a mama's boy.

μητρική εταιρεία

noun (business that owns a subsidiary) (μεταφορικά)

γενέτειρα,πατρίδα

noun (country of birth, native land)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A patriot is willing to sacrifice for the mother country.

Μητέρα Γη

noun (Planet Earth)

μητρική φιγούρα

noun ([sb] maternal or nurturing)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

γυναίκα με μητρικό ρόλο

noun (female guardian)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

είδος χριστουγεννιάτικης θεατρικής επιθεώρησης

noun (UK (pantomime)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

παιδική ιστορία

adjective (nursery-rhyme, nursery-story) (παράδοση Ηνωμένου Βασιλείου)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ηλικιωμένη γυναίκα η οποία λέγεται ότι έγραψε κάποιες παιδικές ιστορίες και τραγούδια τον 18ο αιώνα

noun (US (fictional nursery rhyme author)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

υπερπροστατευτική γυναίκα

noun (figurative (overprotective woman)

φλέβα

noun (vein of precious metal) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The miners struck the mother lode and dug out tons of gold ore.

μητρική αγάπη

noun (affection felt by a mother for her child)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Μητέρα Φύση

noun (figurative (personification of natural world)

The developers built everywhere, with no regard for Mother Nature.

μητέρα της νύφης

noun (female parent of a woman getting married)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The mother of the bride wore purple at the wedding.

μητρικό σκάφος

(nautical)

ηγουμένη

noun (abbess: head nun) (μοναστήρι)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μητρική γλώσσα

noun (native language)

Juan's mother tongue is Spanish.
Η μητρική γλώσσα του Χουάν είναι τα ισπανικά.

πεθερά

noun (spouse's mother)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Stephen always got on very well with his mother-in-law.

από σεντέφι, από σιντέφι, από φίλντισι

adjective (made of mother-of-pearl)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

γυαλιστερός

adjective (figurative (nacreous, pearlescent)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σεντέφι, σιντέφι, φίλντισι

noun (pearlescent interior of mollusc shell) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μέλλουσα μητέρα

noun (pregnant woman)

γιορτή της μητέρας

noun (celebration for mothers)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
What date is Mother's Day this year?

μητρικό γάλα

noun (woman's breast milk) (κυριολεκτικά)

διατροφή,θρέψη

noun (figurative (nourishment) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

η ανάγκη τέχνας κατεργάζεται

noun (need inspires solutions)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
It is said that necessity is the mother of invention.

βασιλομήτωρ

noun (mother of a reigning monarch)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The Queen Mother made her views on horse racing very clear: she loved it!

ανύπαντρη μητέρα

noun (female parent without a partner)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She's been a single mother since her husband died last year.

μητριά

noun (parent's wife)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Did your stepmother inherit all of your dad's estate?
Η μητριά σου κληρονόμησε όλη την περιουσία του πατέρα σου;

μητριά

noun (wicked figure in fairy tales)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
In fairy tales the stepmother is often wicked and hates children.
Στα παραμύθια, η μητριά είναι συχνά κακιά και μισεί τα παιδιά.

παρένθετη μητέρα

noun (woman who carries another's baby)

εργαζόμενη μητέρα

noun (mother who has job)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του mother στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του mother

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.